-
1 υπενερθε
Iadv.1) внизу, снизу(ὑ. γαῖα φάνεσκεν Hom.)
χιτῶνα ἔχειν ὑ. Arph. — снизу быть одетым в хитон2) под землей, в подземном царствеII(ὑ. Χίοιο Hom.; τὰ γᾶς ὑ. Pind. ap. Plat.)
-
2 γεωμετρεω
1) мерить землю, заниматься геометрией Plat., Arst., Plut.2) измерять, точно размеривать(τὰ τῆς γᾰς ὑπένερθε καὴ τὰ ἐπίπεδα Pind. ap. Plat.; πόδας Xen.)
δεήσει τοὺς βουλομένους εὐστοχεῖν γεγεωμετρηκέναι Polyb. — тем, кто хочет попадать в цель, нужно овладеть искусством расчета -
3 υποβαλλω
(эп. inf. ὑββάλλειν)1) подкладывать, подстилать(ὑπένερθε λῖτα Hom.)
τῶν Μηδικῶν πίλων ὑποβαλεῖν Xen. — разостлать часть мидийских ковров;πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc. — подостлав под себя пурпурные плащи;θεμέλιον ὑποβάλλεσθαί τινος перен. Polyb. — закладывать основы чего-л.2) подставлять(τὰς σφαγὰς τοῖς ξίφεσι Plut.)
3) приставлять, прикладывать(τινὰ μαστῷ γυναικός Eur.)
ὑ. δακτύλους Luc. — прикладывать пальцы (к отверстиям свирели)4) передавать, предавать, выдавать(ἑαυτὸν ἐχθροῖς Eur.)
ὑ. ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr. — покоряться несчастьям;ὑ. τι ὑπὸ τέν ἐξουσίαν τινός Polyb. — отдавать что-л. во власть кому-л.5) подбрасывать, подкидывать, бросать(τινὰ τοῖς θηρίοις Polyb.)
ὑ. τὰ ὄμματά τινι Plut. — бросать взоры на кого(что)-л.6) med. (преимущ. о ребенке) выдавать за своего, присваивать Her., Arph.οἱ ὑποβαλόμενοι Plat. — мнимые родители;
ὑ. τέν δόξαν τινός Plut. — приписывать себе честь чего-л.7) med. подменивать, совершать подлог8) подсказывать, внушать, указывать(τινί τι Lys., Aeschin., Dem., Plut.)
ὑ. δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. — вы можете подсказать, если они что-л. забыли;οὐκ ἐμοῦ ὑποβάλλοντος ἀνέξει ; Plat. — не позволишь ли мне сказать кое-что?;ἀκούειν, οὐδὲ ὑββάλλειν Hom. — слушать, а не перебивать9) диктовать(τὸν λόγον τινί Isocr.; ἃ χρέ γράφειν Aeschin.)
См. также в других словарях:
ὑπένερθε — underneath indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπένερθε(ν) — Α επίρρ. 1. από κάτω («ποδῶν ὑπένερθε», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω από την γη, στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη 3. φρ. «οἱ ὑπένερθε» αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τους ουράνιους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνερθεν «από κάτω»] … Dictionary of Greek
ὑπένερθεν — ὑπένερθε underneath nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek