-
1 ὑπο-δύνω
ὑπο-δύνω, = ὑποδύομαι, sowohl eigtl., κέλευέ σφας κιϑῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her. 1, 155, als übertr., ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην 6, 2, er schlich sich ein, übernahm; εἰ δὲ ταῦτα ὑποδύνειν οὐκ ἐϑελήσεις 7, 10, 8.
См. также в других словарях:
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek