Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπάγοντα

См. также в других словарях:

  • ὑπάγοντα — ὑπάγω lead pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπάγω lead pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»