-
1 υμεας
-
2 καταλαμβανω
(fut. καταλήψομαι - ион. καταλάμψομαι, aor. 2 κατέλαβον, pf. κατείληφα - ион. καταλελάβηκα; pass.: aor. κατελήφθην - ион. κατελάμφθην, pf. κατείλημμαι)1) схватывать, охватывать(νῶτά τινος Hom. - in tmesi)
2) захватывать(τέν ἀκρόπολιν Thuc.; τὰ χρήματά τινος Arph.; Πειραιεὺς κατειλημμένος Isocr.)
3) тж. med. занимать(στρατόπεδον Thuc.; ἕδρας Arph.; πόλιν Polyb.; θέαν Luc.; πάντα φυλακαῖς Plut.)
4) хватать, ловить(φεύγοντας Her.; ὅ καταληφθείς θανάτῳ δίδοται Plat.)
κατελήφθη πωλῶν τὰ σά Eur. — он был пойман, когда продавал твои вещи5) зажимать, затыкать(τὰ ὦτα ταῖς χερσί Plut.)
6) сдерживать, задерживать, (при)останавливатьἴσχε καὴ καταλάμβανε σεωυτόν Her. — смиряй и сдерживай себя;κ. τὸ πῦρ Her. — потушить огонь7) прекращать, улаживать(τὰς διαφοράς Her.)
8) унимать, примирять(τοὺς ἐρίζοντας Her.)
9) укреплять, закреплять(φρουραῖς, sc. τὰς πόλεις Plut.; τὰ μὲν νόμοις κατειλημμένα, τὰ δὲ ἔθεσιν Arst.)
ἐκ παλαιοῦ κατειλημμένος Arst. — издревле укоренившийся10) обязывать, связывать(πίστι Her.; ὁρκίοις Her. и ὅρκοις τινὰ ποιεῖν τι Plut.)
τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα Plat. — предписываемое законами под страхом наказаний;εὗρε (τὰς σπονδάς) κατειλημμένας Thuc. — он нашел соглашение о перемирии утвержденным11) реже med. постигать (умом), воспринимать, усваивать(τι διὰ τῆς αἰσθήσεως Plat.; θείῳ ὄμματι τὰ θεῖα Arst.; δικαιοσύνην NT.)
12) заставать, застигать, находить(τοὺς φύλακας ἀμφὴ πῦρ καθημένους Xen.; ἀνεῳγμένην τέν θύραν Plat.; γυνέ ἐπὴ μοιχείᾳ κατειλημμένη NT.)
καταλαβεῖν τινα ἔνδον Plat. — застать кого-л. дома;κατέλαβε ὃν ἐβούλετο Arst. — он встретил, кого хотел13) постигать, поражать(νοῦσος, ἥ μιν κατέλαβε Her.)
εἴ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι Plat. — если кого-л. постигнет несчастье14) доходить, достигатьκαταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι Her. — я доведен до того, что должен открыть вам это15) тж. med. замечать, обнаруживатьαὐτὸς ἑαυτὸν οὐ κατείληφε γεγονὼς σοφός Plut. — он незаметно для себя стал мудрецом16) med. брать на себя, принимать(τὰ πρήγματα Her.)
τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι Her. — то, чего другие не касались, о том я (и) упомяну17) происходить, приключаться, случатьсяτὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε Her. — с отцом (Деифона) случилось следующее;
εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βωθέειν Her. — если у вас случится так, что вы не сможете прийти на помощь;ἢν πόλεμος καταλαβῇ Thuc. — если возникнет война;πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. — прежде, чем с нами произойдет нечто непоправимое;Στησαγόρεα κατέλαβε ἀποθανεῖν ἄπαιδα Her. — вышло так, что Стесагор умер бездетным;τὰ καταλαβόντα Her. — происшествия, события, τῆς νυκτὸς καταλαβούσης Diod. с наступлением ночи -
3 υπηρετεω
1) служить во флоте, тж. управлять кораблем2) служить, помогать, содействовать(τινι εἴς τι Her., Xen., τινι πρός τι Dem. и τινί τι Soph., Eur., Xen., Plat.)
αὑτοῖς ὑ. Arst. — заботиться о себе самих;τὰ ἀπ΄ ἡμέων ἐς ὑμέας ἐπιτηδέως ὑπηρετέεται Her. — (все), чем мы располагаем, к вашим услугам;τὰ συμφέροντα ὑ. τινι Xen. — оказывать полезные услуги кому-л.;τὰ λοίφ΄ ὑ. Soph. — помогать в остальном, довершать;ὑ. τῇ νόσῳ Soph. — помогать бороться с болезнью;ἥ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη Arst. — служебная наука3) исполнять, повиноваться(τοῖς νόμοις Lys.; τὸ κελευόμενον Xen.)
καλῶς ὑ. τινὴ προστάξαντι Xen. — точно выполнять чьи-л. распоряжения;Ζεὺς, ᾧ δέδοκται ταῦθ΄, ὑπηρετῶ δ΄ ἐγώ Soph. — это было угодно Зевсу, а я (лишь) исполняю
См. также в других словарях:
Ὑμέας — Ὑμέᾱς , Ὑμέης masc acc pl Ὑμέᾱς , Ὑμέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμέας — σύ thou acc 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
υμείς — ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α (ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. β πρόσ. συ) εσείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τού πληθυντικού τού β προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. *(y)us (s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και… … Dictionary of Greek