-
1 προ-βληματ-ουργός
προ-βληματ-ουργός, Geräthe zum Schutz od. zur Bedeckung machend (?).
-
2 πεμματ-ουργός
πεμματ-ουργός, ὁ, Kuchenbäcker, Luc. Cronosol. 13.
-
3 παιδ-ουργός
παιδ-ουργός, Kinder zeugend, Sp.
-
4 παλαι-ουργός
παλαι-ουργός, ὁ, Altflicker, Poll. 7, 82.
-
5 ποωτ-ουργός
ποωτ-ουργός, zuerst machend, bewirkend, κινήσεις, die ersten, ursächlichen, Plat. Legg. X, 897 a.
-
6 στηλ-ουργός
στηλ-ουργός, s. σταλουργός.
-
7 στᾱλ-ουργός
στᾱλ-ουργός, dor. statt στηλουργός, τύμβος, ein Grabmal mit einer Denksäule, Antp. Sid. 39 (VII, 423).
-
8 συν-δημι-ουργός
συν-δημι-ουργός, mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.
-
9 σχεδι-ουργός
σχεδι-ουργός, ὁ, der Flöße verfertigt, Themist.
-
10 σχοιν-ουργός
σχοιν-ουργός, Stricke machend, Sp.
-
11 σωματ-ουργός
σωματ-ουργός, verkörpernd, Sp.
-
12 σμην-ουργός
σμην-ουργός, ὁ, ein Bienenvater od. Bienenpfleger, der Bienen hält, Ael. H. A. 5, 13.
-
13 σηματ-ουργός
σηματ-ουργός, Zeichen auf den Schildern machend, Aesch. Spt. 473.
-
14 σῑτ-ουργός
σῑτ-ουργός, = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.
-
15 τρι-πάν-ουργος
τρι-πάν-ουργος, dreifach, d. i. sehr schuftig, Erzschuft, Ἔρως Mel. 12 (XII, 57).
-
16 τερατ-ουργός
τερατ-ουργός, Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.
-
17 τελεσι-ουργός
τελεσι-ουργός, das Werk od. die Arbeit vollendend, zu Stande bringend, wirksam, thätig; Plat. Phaedr. 270 a; Pol. 2, 40, 2 u. Sp.
-
18 τελετ-ουργός
τελετ-ουργός, eine Weihe, Einweihung vollbringend, einweihend, Sp.
-
19 ταλασι-ουργός
ταλασι-ουργός, Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.
-
20 φυτ-ουργός
φυτ-ουργός, Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 ( Plan. 255). – Uebertr., der erste natürliche Urheber, Plat. Rep. X, 597 d; – der Erzeuger, Aesch. Suppl. 587, Soph. O. R. 1482, Eur. I. A. 949 Troad. 481.
См. также в других словарях:
-ουργός — (ΑΜ ουργός) βλ. λ. έργο … Dictionary of Greek
θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ζυμουργός — ζυμουργός, όν (Α) αυτός που παρασκευάζει ζύμη, προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
ηλουργός — ἡλουργός, ὁ (Μ) ο κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, οπλ ουργός] … Dictionary of Greek
ηπατουργός — ἡπατουργός, όν (Α) (για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + ουργός < έργον (πρβλ. δραματ ουργός, κερατ ουργός)] … Dictionary of Greek
θαλασσουργός — θαλασσουργός, ό (Α) αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουργός (< έργο), πρβλ. δραματ ουργός, θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek
θαυμασιουργία — θαυμασιουργία, ἡ (Α) 1. θαυματοποιία, ταχυδακτυλουργία ή μαγεία 2. φρ. «λέξεως θαυμασιουργία» μαγεία τής γλώσσας, τού λόγου (Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάσιος + ουργία (< ουργός < έργον), πρβλ. αμπελ ουργία (< αμπελ ουργός), υπ ουργία… … Dictionary of Greek
θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… … Dictionary of Greek
θεμιτουργός — θεμιτουργός, όν (Μ) αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής τής τηρήσεως τού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ ουργός, υπ ουργός] … Dictionary of Greek
θυσιουργός — θυσιουργός, όν (Α) αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + ουργός (< έργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] … Dictionary of Greek