-
1 υλοτόμος
-
2 ὑλοτόμος
-
3 υλοτομος
-
4 ὑλότομος
ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen; τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel -
5 ὑλοτόμος
-
6 ὑλοτόμος
II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op. 807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr.HP3.9.3, Gal.17(2).229, etc.III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf.τέμνω 111
), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething ( οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer. 229.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑλοτόμος
-
7 υλοτόμος
ο лесоруб; дровосек -
8 υλοτόμος
[илотомос] ουσ. а. дровосек, лесоруб,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υλοτόμος
-
9 υλοτόμος
[илотомос] ουσ α дровосек, лесоруб. -
10 ὗλοτόμος
ὗλο-τόμος ( τέμνω): wood-cutting, axe, Il. 23.114; as subst., pl., wood-cutters, woodmen, Il. 23.123.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὗλοτόμος
-
11 ὑλοτόμος
-
12 υλοτόμος
bûcheron -
13 υλητομος
-
14 υλουργος
-
15 лесоруб
-
16 υλοτόμοιο
-
17 ὑλοτόμοιο
-
18 υλοτόμοις
-
19 ὑλοτόμοις
-
20 υλοτόμοισι
ὑλότομοςcutting: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ὑλοτόμοςmasc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
υλοτόμος — υλοτόμος, ο και λατόμος, ο 1. αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ο ξυλοκόπος. 2. αυτός που εκμεταλλεύεται την ξυλεία δάσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑλοτόμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλοτόμος — ο / ὑλοτόμος, ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος νεοελλ. 1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους 2. το αρσ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
υλότομος — ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ.… … Dictionary of Greek
ὑλοτόμοιο — ὑλότομος cutting masc/fem/neut gen sg (epic) ὑλοτόμος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμοις — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμοισι — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμοισιν — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμον — ὑλοτόμος masc/fem acc sg ὑλοτόμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμου — ὑλότομος cutting masc/fem/neut gen sg ὑλοτόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμους — ὑλότομος cutting masc/fem acc pl ὑλοτόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)