Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑετοῦ

  • 1 αλεα

         ἀλέα
        I
        ион. ἀλέη (ᾰλ) ἥ теплота, тепло Hom., Arph., Plat., Arst.
        

    καὴ πρὸς ἀλέαν κακῶς πεφυκώς, καὴ πρὸς κρύος Plut. — плохо переносящий как жару, так и холод

        II
        ион. ἀλέη (ᾰλ) ἥ [ἀλέομαι и ἀλεύω] убегание, спасение
        

    οὐδ΄ ἀ. Hom. — нет спасения;

        ἀ. ὑετοῦ Hes.убежище от дождя

    Древнегреческо-русский словарь > αλεα

См. также в других словарях:

  • ὑετοῦ — ὑ̱ετοῦ , ὑετός rain masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υετός — ο / ὑετός, ΝΜΑ η βροχή νεοελλ. 1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών 2. φρ. «ημέρα υετού» (μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού αρχ. (κυρίως) ραγδαία, ορμητική και… …   Dictionary of Greek

  • PLUVIALE Vestimentum — occurrit apud Ael. Lamprid. in alexandro Severo, c. 27. Paenulis intra urbem causâ frigoris ut senes uterentur permisit, quum id vestimenti genus semper itinerarium aut pluviale fuisset. A plavia, quod non nisi hôc tempore gestaretur; ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ψάκαστρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) «βούτορον ψάκαστρον νιφάδ ὑετοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάζω + επίθημα τρον (πρβλ. στέγασ τρον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»