-
1 εὐ-κτικός
-
2 δια-λέγω
δια-λέγω (s. λέγω); bei Homer medium in der Formel ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο ϑυμός; »weshalb erwog dies mein Geist?«, Iliad. 11, 407. 17, 97. 21, 562. 22, 122. 385. – Bei den Folgenden: 1) activum, auseinander lesen, auslesen; Herodot. 8, 107 τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βού– λεται; 8, 113 τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων; unterscheiden, sondern, Plat. Legg. 5, 735 b διαλέξας τά τε ὑγιῆ καὶ τὰ μὴ καὶ τὰ γενναῖα καὶ ἀγεννῆ; Dem. 20, 91. So Pol. 5, 8, 8 u. a. Sp., wie D. Sic. 15, 71. Bei Ar. Lys. 720, τὴν ὀπήν, wird es »durchgraben« erkl., od. richtiger »aufsuchen«. – 2) Gebräuchlicher deponens διαλέγομαι sich unterreden, τινί, regelmäß. Attische Prosa depon. passiv. διαλέγομαι, διαλέξομαι, διελέχϑην, διείλεγμαι; futur. διαλεχϑήσομαι Dem 18, 252, διαλεχϑησόμεϑα Isocr. 9, 34; perf. διείλεγμαι z. B. Plat. Apol. 37 a; aber pass. ist διείλεκτο Lys. 9, 5; aorist. med. διελεξάμην bei Sp., wie D. Cass., = διελέχϑην, bei Poll. 2, 125 (vgl. B. A. 88, 28) aus Ar. (frgm. Dind. no 321) in obscöner Bdtg, vgl. unten. In der Bedtg sich unterreden, unterhalten, häufig bei Att., nach Xen. Mem. 4, 5, 12 διαλέγειν κατὰ γένη τὰ πράγματα; Herodot. 3, 50 διαλεγομένῳ τε οὐ προσδιελέγετο; gew. τινί; Herodot. 3, 51 τά σφι ὁ μητροπάτωρ διελέχϑη; 52 οὔτε τίς οἱ διαλέγεσϑαι ἤϑελε; πρός τινα, Plat. Rep. 7, 527 e; Isocr. 3, 8. 11 πρός τινα περί τινος; τινί, mit Jemandem unterhandeln. Dem. 10, 33; mit folgdm inf., Ἄγιδι διελεγέσϑην μὴ ποιεῖν μάχην, daß er keine Schlacht liefern solle, Thuc. 5, 59. – Seit Plat. bes. vom dialektischen Verfahren der Sokratiker, im Wechselgespräch etwas ins Klare bringen; dah. auch = gewandt im Reden sein, zuweilen = dem einfachen εἰπεῖν. Nach B. A. 88, 29 brauchte Hermipp. so das act. – Eine Sprache od. Mundart sprechen, κατὰ ταύτὰ διαλεγόμεναί σφι Her. 1, 142; φοινικιστὶ δ., Pol. 1, 80, 6. – Att. = συνουσιάζω; Hyperid. bei VLL.; Ar. Plut. 1082 Eccl. 890; Plut. Sol. 20 u. Sp.
-
3 ἀ-κήρατος
ἀ-κήρατος (κεράννυμι? κήρ, κηραίνω?), Hom. dreimal, Iliad. 24, 303 χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι ἀκήρατον, rein; Iliad. 15, 498 οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος, unversehrt; Od. 17, 532 αὐτῶν μὲν γὰρ κτήματ' ἀκήρατα κεῖτ' ἐνὶ οἴκῳ; – ὕδωρ Theocr. 22, 38 u. sp. D.; Soph. χεῦμα, ὄμβρος O. C. 472. 696, ποτόν Aesch. Pers. 606; χρυσός, lauteres Gold, Her. 7, 10; Plat. Polit. 303 e; Luc. adv. Ind. 8; Plut. Cor. 19 χρυσοῠν καὶ ἀκ. γένος; unversehrt, ἁνίαι Pind. P. 5, 32, noch nicht gerissen; ναῠς Aesch. Ag. 647; κῆπος Ibyc. 1; λειμών, ungemäht, Eur. Hipp. 73; πλόκοι, ungeschoren, Ion 1266; die volle Kraft habend, φάρμακα Ap. Rh. 4, 157; παρϑένος, rein, unberührt, Eur. Troad. 677, λέχος Or. 564; Ap. Rh. 2, 502; φιλία ἀκήρατος διαμένει Xen. Hier. 3, 4; ὑγιῆ καὶ ἀκήρατα ἤϑη Plat. Legg. V, 735 c. Auch τινός, unberührt von etwas, κακῶν Eur. Hipp. 946; κηρῶν Tim. Locr. 95 b, γάμων Legg. VIII, 840 d; ὠδίνων Ap. Rh. 1, 974; mit dem dat., ϑυμὸς ἄλγεσιν ἀκήρατος, ohne Schmerz und Trauer, Eur. Hipp. 1114; Herc. Fur. 1285; Λῆμνος ἀκήρατος ἀνδράσι, von Menschen unberührt, Ap. Rh. 1, 852. Von einem Orte, ἐμπόριον ἀκήρατον, einwenig besuchter Handelsplatz, Her. 4, 152. – Superl. ἀκηρότατος Strat. 88 (XII, 249).
См. также в других словарях:
ὑγιῆ — ὑγιής healthy masc/fem acc sg (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑγιής healthy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
оцѣстити — ОЦѢ|СТИТИ (51), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1. Очистить, сделать чистым. Образн.: насѣвающе не тернь˫а страстьна. но ѡцищены нивы. всѧкого скверньнаго грѣха. тако сѣмена ѡцистимъ. [ἐγκαταϑώμεϑα, смеш. с καταρϑώμεϑα?] ФСт XIV/XV, 73г; || перен.: истиньныимь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
GLAUCUS — I. GLAUCUS Antenoris Troiani fil. ab Agamemnone interfectus, Dictys Cretensis. II. GLAUCUS Carystius, pugil es Euboea, qui ex aratro in Olympia productus saepe vicit. III. GLAUCUS Chius, primus ferri glutinum invenit. Eutropius, Euseb. Chron.… … Hofmann J. Lexicon universale
αγγειόσπασμος — Τοπική αγγειοσυστολή. Ο α. των περιφερικών αρτηριών των χεριών συνδέεται με πρωτοπαθείς νόσους των αγγείων και κυρίως αρτηριοσκλήρωση. Α. των αρτηριών μπορεί να εμφανιστεί και σε τελείως υγιή άτομα. Η κλινική εικόνα της νόσου και του φαινομένου… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
αμφοτερόφθαλμος — ἀμφοτερόφθαλμος, ον (Μ) το να έχεις και τα δύο μάτια υγιή, το να βλέπεις και με τα δύο μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek
ετεροπλασία — η 1. ο σχηματισμός παθολογικού ιστού από υγιή τού οποίου τα στοιχεία διαφέρουν από εκείνα από τα οποία προήλθαν 2. ανάπτυξη φυσιολογικού ιστού σε ανώμαλη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplasia < hetero (πρβλ. ετερο *) + plasm… … Dictionary of Greek