-
1 Οσιρις
-
2 Υσιρις
ὁ Hellanicus ap. Plut. = Ὄσιρις См. Οσιρις -
3 αγαθοποιος
-
4 πολυοφθαλμος
-
5 πολυσεμνος
См. также в других словарях:
Ὄσιρις — Osiris fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσιρις — poet s cassia fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Ὀσίριδα — Ὄσιρις Osiris fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδα — ὄσιρις poet s cassia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀσίριδι — Ὄσιρις Osiris fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδι — ὄσιρις poet s cassia fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀσίριδος — Ὄσιρις Osiris fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδος — ὄσιρις poet s cassia fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄσιρι — Ὄσιρις Osiris fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)