-
1 προεῖδον
προεῖδον, [tense] aor. with no [tense] pres. in use, προοράω being used instead, part. προϊδών, inf. προϊδεῖν:—A look forward,ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393
; see beforehand, catch sight of,μή πώς με προϊδὼν.. ἀλέηται 4.396
;ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756
, cf. 18.527, Hdt.3.14:—[voice] Med.,προΐδωνται Od.13.155
;χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc. 386
(v.l. προσιδ-).2 foresee, portend, κακότητος ἀνάγκας Orac. ap. Hdt.7.140;ἐσσόμενον Pi.N.1.27
: abs., Pl.Lg. 691b:—[voice] Med., X.An.6.1.8, D.9.68, etc.II take thought for,ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144
; καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Th.1.83:—mostly in [voice] Med., προϊδόμενος ( προειδομένους codd.)αὐτῶν Id.4.64
;τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19
;ὅπως μὴ.. D.54.17
;προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134
; οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο did not worry about.., D.C.56.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεῖδον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий