-
1 ἐπιτρέφω
A- θρέψω Hdt.8.142
: [tense] pf.- τέτροφα AP7.536
(Alc.):— [voice] Pass. (v. infr. II, III): —grow, in act. sense,κόμην J.AJ14.9.4
.3 generally, support, maintain, Hdt.8.142, 144 ;κακὸν τῇ πόλει D.H.10.6
; τοῦ ὀμβρίου ὕδατος -ομένου ἀεὶ νέου a fresh supply being always maintained, Hp. Aër.7.II [voice] Med., cause to grow upon,λασίην βροτοῖς ἐπεθρέψατο χαίτην Man.3.291
:—[voice] Pass., form upon,- όμενος τοῖς σώμασι ῥύπος Gal.10.176
;ὅταν σὰρξ ἐπιτραφῇ Id.18(2).780
.III [voice] Pass., grow up after, as posterity,ἐκ τουτέων σφι ἐπετράφη νεότης Hdt.4.3
;οἱ ὕστερον ἐπιτραφέντες βασιλέες Id.2.121
. α': generally, grow up as a rival or successor, Id.1.123, D.H.7.9 codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτρέφω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский