Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὅτ'+ἔφησϑα

  • 21 Half

    subs.
    P. and V. τὸ ἥμισυ.
    ——————
    adj.
    P. and V. ἥμισυς.
    Half the land: P. and V. ἡ ἡμσεια τῆς γῆς or τὸ ἥμισυ τῆς γῆς.
    In half, in two: P. and V. δχα, V. διχῆ.
    Saw in half: P. δίχα πρίειν.
    You said you would cut yourself in half: Ar. ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ (Lys. 132).
    The height when completed was about half what he intended: P. τὸ ὕψος ἥμισυ μάλιστα ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο (Thuc. 1, 93).
    Half an estate: P. ἡμικλήριον, τό.
    Be honest by halves: P. ἐφʼ ἡμισείᾳ χρηστὸς εἶναι (Dem. 430).
    He bade them raise a shield when half way across: P. εἶπεν ἆραι ασπίδα κατὰ μέσον τον πλοῦν (Xen., Hell. II. 1, 27).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Half

См. также в других словарях:

  • ἔφησθα — φημί Spir. Prooem. imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίων — Κρονίων, ωνος, ὁ (Α) ο γιος τού Κρόνου, ο Ζευς («ὅτ ἔφησθα κελαινεφέϊ Κρονίωνι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. ίων (πρβλ. Αττικ ίων, Ουραν ίων)] …   Dictionary of Greek

  • επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …   Dictionary of Greek

  • ἔφησθ' — ἔφησθε , ἔφημαι to be seated on pres ind mid 2nd pl ἔφησθε , ἐφίημι send to aor subj mid 2nd pl ἔφησθα , φημί Spir. Prooem. imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»