-
1 ἐπέοικα
A to be like, suit, c. dat. pers.,ὅς τις οἷ τ' ἐπέοικε Il.9.392
: elsewh. impers., it is fit, proper, c. dat. pers. et inf.,σφῶϊν μέν τ' ἐπέοικε.. ἑστάμεν 4.341
; νέῳ δέ τε πάντ' ἐπέοικε.. κεῖσθαι ' tis a seemly thing for a young man to lie dead, 22.71, cf. Pi.N.7.95: c. acc. pers. et inf.,λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε.. ταῦτ' ἐπαγείρειν Il.1.126
; : with inf. understood, ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικε [ἀποδάσασθαι] 24.595; οὔτ' οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου, ὧν ἐπέοιχ' ἱκέτην.. ἀντιάσαντα [μὴ δεύεσθαι] Od.6.193.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέοικα
См. также в других словарях:
επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] … Dictionary of Greek