Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὅσον+τὸ+σὸν+μέρος

  • 1 μερος

         μέρος
        - εος τό
        1) часть, доля
        

    (τὰ τοῦ σώματος μέρη Plat.; εἰς ἡμέρας μ. βραχύ Soph.)

        μετέχειν τὸ μ. τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν Lys. — делить невзгоды и радости;
        τὸ τρίτον μ. Thuc. — треть;
         обычно в — дробях указывается только числитель, а знаменатель подразумевается большим на единицу:
        τὰ δύο μέρη Thuc. — две трети;
        τὰ ὀκτὼ μέρη Sext. — восемь девятых;
        μ. τι Thuc. или κατά τι μ. Plat. — частично, отчасти;
        κατὰ μ. и κατὰ μέρη Plat. или ἐκ μέρους NT. — по частям, поодиночке, порознь;
        κατὰ τὸ πολὺ μ. и μέγα μ. Plat. — в большой части, значительно;
        τὸ πλεῖστον μ. Diod. — большею частью;
        πρὸς μ. Dem. — соразмерно, пропорционально

        2) сторона, личность
        

    τοὐμὸν μ. Eur. — что касается меня;

        (ὅσον) τὸ σὸν μ. Soph. или κατὰ τὸ σὸν μ. Plat. — что касается тебя, ты лично

        3) перен. часть, отношение
        

    κατὰ или περὴ τοῦτο τὸ μ. и ἐν τούτῳ τῷ μέρει Polyb., NT.в этом отношении

        4) роль, значение, положение, тж. должность, место
        

    ἐν μέρει τινὸς τιθέναι (λαβεῖν, ποιεῖσθαί) τινα Plat.считать кого-л. кем(чем)-л.;

        ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Dem. — не иметь никакого значения;
        ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι Thuc. — выдвигаться на почетные места в зависимости от сословного положения;
        ἐν προσθήκης μέρει Dem. — в качестве придатка;
        ἐν ἀρετῆς μέρει τιθέναι τι Plat.считать что-л. добродетелью;
        ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. — в насмешку;
        ἀγγέλου μ. Aesch. — служба гонца;
        κατὰ τὸ Χειρισόφου μ. Xen.вместо (т.е. в качестве преемника) Хирисофа

        5) черед, смена
        

    (ἐπεὴ δὲ αὐτῆς μ. ἐγένετο Her.)

        ἐν (τῷ) μέρει Thuc., Plat., κατὰ μ. Thuc., ἀνὰ μ. Eur. и παρὰ μ. Arst. — по очереди, попеременно;
        καὴ ἐν τῷ μέρει καὴ παρὰ τὸ μ. Xen. — и в порядке очереди, и вне очереди

        6) воинская часть, подразделение, отряд Xen.
        

    ἐν τοῖς μέρεσι Aeschin. (находящиеся) на действительной военной службе

        7) pl. пределы, территория

    Древнегреческо-русский словарь > μερος

  • 2 πλην

         πλήν
        I
        дор. πλάν (ᾱ) adv. (тж. с частицами εἴ, ἤ, ὅσον, ὅτι, ὅσα, οὐ и др.)
        1) кроме (как), за исключением, помимо, разве что
        

    τί π. τόλμη ; Xen. — что, кроме мужества?, что как не мужество?;

        οὐδὲν ἄλλο π. εἴδωλα Soph. — не что иное как призраки;
        οἴκτισον σφᾶς, πάντων ἐρήμους, π. ὅσον τὸ σὸν μέρος Soph. — пожалей их, не имеющих никого, кроме тебя;
        νῦν δὲ πέπεισμαι π. σμικρόν τί μοι ἐμποδών Plat. — теперь-то я убедился (в правоте Протагора);
        — одна вот только мелочь мешает (соглашаться с ним до конца)

        2) но, однако, и все же
        

    (π. λέγω ὑμῖν NT.)

        II
        дор. πλάν (ᾰ) praep. cum gen. кроме, за исключением
        

    (πάντες π. Κύρου Xen.)

        ἐπιτρέψαι τινί περὴ σφῶν αὐτῶν π. θανάτου Thuc.сдаться кому-л. выговорив себе лишь сохранение жизни

    Древнегреческо-русский словарь > πλην

См. также в других словарях:

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»