-
1 τόξευμα
A arrow, Hdt.4.132, al., S.Fr. 427, E.Fr. 455, Dsc.3.32;τρωθεὶς εἰς τὸμ πλεύμονα τοξεύματι IG42(1).122.56
(Epid., iv B. C.); ὅσον τ. ἐξικνέεται the distance of a bow-shot, Hdt.4.139; πρὶν τ. ἐξικνεῖσθαι before an arrow reached them, X.An.1.8.19; ἐπειδὴ εἰς τ. ἀφίκοιντο came within shot, Id.Cyr.1.4.23; ἐντὸς τοξεύματος ibid., E.HF 991;ἔξω τοξεύματος Th.7.30
; ἔβαλλον Βακχίου τοξεύμασι κάρα γέροντος, of the cottabus, E.Fr. 562; φαρέτρα τοξευμάτων a quiverful of arrows (as a prize), IG12(5).647.28 (Ceos, iii B. C.); missile of any kind, Ascl.Tact.1.2: metaph., of songs and words, Pi.I.5(4).47; soκαρδίας τοξεύματα S.Ant. 1085
;ὄμματος θελκτήριον τόξευμα A.Supp. 1005
.II collective in pl. for οἱ τοξόται, force of archers, Hdt.6.112, Plu.Pyrrh.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόξευμα
-
2 ἐξικνέομαι
Aἐξῐκόμην Il.9.479
, augm. ἐξίκοντο [ῑ] Sapph. 1.13:—reach, arrive at a place, Hom. always in [tense] aor. and mostly c. acc. loci,ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Il.24.481
, etc.;Φθιην δ' ἐξῐκόμην ἐριβώλακα.. ἐς Πηλῆα ἄνακτα 9.479
;δεῦρο Simon. 171
, cf. Pi.P.3.76, A.Pr. 810: abs., Sapph. l.c.: with Preps.,ἐ. ἐς βυσσόν Hdt.2.28
;ἐς ἥβην S. Fr.583.6
; ;πρὸς πεδία Id.Pr. 792
;μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς Plu.2.149d
.2 c. acc. rei, arrive at, reach an object,σοφίας ἄωτον ἄκρον Pi.I.7(6).19
;ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐ.
complete, accomplish,Th.
1.70; τεθνηκόσιν γὰρ ἔλεγεν, οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (by attract. for οὕς) Ar.Ra. 1176, cf. Plu.2.347e: c. gen., E.El. 612;ἀλλήλων X.HG7.5.17
; alsoπρός τι Plb.1.3.10
, etc.3 abs., reach to a distance, of an arrow,ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Hdt.4.139
; of sight,ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐ. X.Mem. 1.4.17
, cf. 2.3.19, E.Ba. 1060; of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι < ἐπὶ> μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ so far as I can get by inquiry, Hdt. 1.171; , cf. 4.16, 192;ἐ. φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Pl.Hp.Ma. 281d
;περαιτέρω τῆς χρείας ἐ. τῇ θεωρίᾳ Plu.Sol.3
.b suffice, of persons,πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Hdt.4.10
;ἐπί τι Plu.Pomp.39
; of things,ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Pl.Prt. 311d
: prov.,ἂν μὴ λεοντῆ γ' ἐξίκητ', ἀλωπεκῆν πρόσαψον Com.Adesp.49D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξικνέομαι
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский