-
21 2413
{прил., 2}священный, святой, преданный или посвященный Богу.Ссылки: 1Кор. 9:13; 2Тим. 3:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2413
-
22 ἱερός
{прил., 2}священный, святой, преданный или посвященный Богу.Ссылки: 1Кор. 9:13; 2Тим. 3:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἱερός
-
23 ιερός
{прил., 2}священный, святой, преданный или посвященный Богу.Ссылки: 1Кор. 9:13; 2Тим. 3:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιερός
-
24 3741
{прил., 8}благочестивый, богоугодный, набожный, чистый, святой, священный; как сущ. святыня.Синонимы: 39 ( ἅγιος), 53 ( ἁγνός), 2413 ( ἱερός). Деян. 2:27; 13:34, 35; 1Тим. 2:8; Тит. 1:8; Евр. 7:26; Откр. 15:4; 16:5. LXX: обычно 2623 (דיסִָח), но тж. 2889 (רוֹהָט), 3477 (רָשָׁי) и 8549 (םימִָתּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3741
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὅσιος — hallowed masc nom sg ὅσιος hallowed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
όσιος — α, ο 1. ο σύμφωνος με το θείο νόμο, ο θείος: Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. 2. ο αφιερωμένος στο θεό, ο ασκητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κανίδης ο όσιος — (4ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που καταγόταν από την Καππαδοκία. Ασκήτεψε σε μια ορεινή σπηλιά στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Ιουνίου … Dictionary of Greek
ὁσιώτερον — ὅσιος hallowed adverbial comp ὅσιος hallowed masc acc comp sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc comp sg ὅσιος hallowed masc acc comp sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc comp sg ὅσιος hallowed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσιωτάτω — ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc superl dual ὅσιος hallowed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc superl dual ὅσιος hallowed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσιωτάτων — ὅσιος hallowed fem gen superl pl ὅσιος hallowed masc/neut gen superl pl ὅσιος hallowed fem gen superl pl ὅσιος hallowed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσιωτέρων — ὅσιος hallowed fem gen comp pl ὅσιος hallowed masc/neut gen comp pl ὅσιος hallowed fem gen comp pl ὅσιος hallowed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσιώτατα — ὅσιος hallowed adverbial superl ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl pl ὅσιος hallowed adverbial superl ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσιώτατον — ὅσιος hallowed masc acc superl sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl sg ὅσιος hallowed masc acc superl sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)