Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὅρμω

См. также в других словарях:

  • ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ορμώ — ορμάω / ορμώ 1 όρμησα βλ. πίν. 58 2 όρμηξα βλ. πίν. 66 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορμώ — όρμησα 1. κινούμαι τρέχοντας προς τα εμπρός. 2. επιτίθεμαι, ρίχνομαι, χιμώ: Όρμησαν πρώτοι οι τσολιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρμῶ — ὁρμάω set in motion pres imperat mp 2nd sg ὁρμάω set in motion pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὁρμάω set in motion pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὁρμάω set in motion pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὁρμάω set in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρμω — ὅρμος cord masc nom/voc/acc dual ὅρμος cord masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρμῳ — ὅρμος cord masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρμωι — ὅρμῳ , ὅρμος cord masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ενορμώ — (I) ( άω) (AM ἐνορμῶ) [ορμώ] ορμώ μέσα, εισορμώ. (II) ( έω) (AM ἐνορμῶ) είμαι αραγμένος σε λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ορμώ «είμαι αγκυροβολημένος» (για πλοίο) < όρμος] …   Dictionary of Greek

  • καταΐσσω — (Α) 1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω 2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά 3. μέσ. καταΐσσομαι ορμώ από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατασεύομαι — (Α) 1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.) 2. ορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σεύομαι «ορμώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»