-
1 ὅρκῳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὅρκῳ
-
2 ορκος
ὅ тж. pl.1) клятва(ὅρκον ὀμνύναι Hom. и ποιεῖσθαι Xen.; ὅρκον τινὴ δοῦναι Eur. или ἀποδοῦναι NT.)
σὺν ὅρκῳ Hom. и ὅρκοις Aesch. — под клятвой, клятвенно;παρ΄ ὅρκον Pind. и παρὰ τοὺς ὅρκους Xen. — вопреки клятве;ὅρκον ὁρκοῦν τινα Thuc. — брать с кого-л. клятву;σὺν θεῶν ὅρκῳ λέγω! Xen. — клянусь в том богами!;ὅρκοι ἢ ἄλλαι ὁμολογίαι Plat. — клятвы или другие виды обязательств2) свидетель или порука клятвы(Στυγὸς ὕδωρ, ὅστε μέγιστος ὅ. πέλει θεοῖσιν Hom.): (τόδε σκῆπτρόν) τοι μέγας ἔσσεται ὅ.! Hom. клянусь тебе этим скиптром!
-
3 μεσιτευω
1) находиться посредине(ἔν τινι Arst.)
2) быть посредником, посредничать Babr.3) своим посредничеством способствовать, т.е. устраивать(τέν διάλυσιν Polyb.)
μεσιτεῦσαι ὅρκῳ NT. — поклясться -
4 πιστοω
1) обязывать к верностиπ. τινα ὅρκοις Thuc. и πιστοῦσθαί τινα ὑφ΄ ὅρκου Soph. — связывать кого-л. клятвой;
ὅρκῳ πιστωθῆναί τινι Hom. — дать кому-л. клятву;πιστωθεὴς κατένευσα HH. — дав слово, я кивнул головой2) внушать уверенность, уверитьπιστωθῆναι ἐνὴ θυμῷ Hom. — лично удостовериться;
πιστώσασθαί τι Eur. — быть уверенным в чем-л.3) med. удостоверять, подтверждать, доказывать(ἔργοις τὰς ὑποσχέσεις Luc.)
См. также в других словарях:
ορκώ — ὁρκῶ, όω (Α) [όρκος] 1. ορκίζω 2. παθ. ὁρκοῡμαι, όομαι δεσμεύομαι με όρκο … Dictionary of Greek
ὁρκῶ — ὁρκόω make pres subj act 1st sg ὁρκόω make pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκῳ — Ὅρκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκῳ — ὅρκος the object by which one swears masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκωι — Ὅρκῳ , Ὅρκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκωι — ὅρκῳ , ὅρκος the object by which one swears masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορκώ — ἐφορκῶ, έω (Α) επιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορκῶ (< ὅρκος), πρβλ. παρ ορκώ, συν ορκώ] … Dictionary of Greek
παρορκώ — έω, Α επιορκώ, παραβαίνω τον όρκο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ορκῶ (< ορκος < ὅρκος), πρβλ. επι ορκώ] … Dictionary of Greek
Pandarée — Ne doit pas être confondu avec Pandare. Dans la mythologie grecque, Pandarée ou Pandaréos (en grec ancien Πανδάρεως / Pandáreôs) est un Crétois de Milet impliqué dans le supplice de Tantale[1]. Sommair … Wikipédia en Français
Pandaréos — Pandarée Dans la mythologie grecque, Pandarée ou Pandaréos (en grec ancien Πανδάρεως / Pandáreôs) est un Crétois de Milet impliqué dans le supplice de Tantale[1]. Sommaire 1 Mythe 2 R … Wikipédia en Français
αληθορκώ — ἀληθορκῶ ( έω) (Α) ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ορκῶ ( έω) (< ὅρκος) αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ ( έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ ( έω) < ψεύδορκος] … Dictionary of Greek