-
121 εἴς-ειμι
εἴς-ειμι (s. εἶμι), hineingehen; μετ' ἀνέρας, zu den Männern, Od. 18, 184; οὐκ Ἀχιλλῆος ὀφϑαλμοὺς εἴςειμι, ich werde dem Achilleus nicht vor die Augen kommen, Il. 24, 463; πρός σε Soph. Phil. 941; εἴςιϑ' εἴσω El. 972; τίνος ξένων δόμους ἔςειμι; Eur. Hipp. 1067; Hel. 1167; οἰκίαν Is. 8, 24; ἐς οἴκους Eur. Or. 1119; παρ' αὐτόν Xen. An. 1, 7, 8; Plat. Phaedr. 59 d Thuc. 2, 51; πρός τινα, Xen. Cyr. 2, 4, 5; ζῶν εἰςιέναι εἰς Ἅιδου Plat. Phaed. 179 d; Folgde. – Bes. in der Gerichtssprache, vor Gericht erscheinen; von den Parteien, δίκην εἰςίωμεν κατ' αὐτοῠ Is. 8, 44; τὰς δίκας ἔμελλον εἰςιέναι κατ' αὐτῶν Dem. 28, 17; εἰς ὑμᾶς, vor den Richtern auftreten, Antiph. 5, 20; Plat. Apol. 17 c; περὶ γραφῆς εἰςιέναι Dem. 19, 211; von der Klage, ἡ δίκη εἰςῄει Is. 5, 31, war eingebracht; μελλουσῶν εἰςιέναι τῶν δικῶν Dem. 21, 78. – Ἐς σπονδάς, ein Bündniß eingehen, Thuc. 5, 30 u. öfter; εἰς ἀρχήν, ein Amt antreten, Dem. 59, 72 u. Plut.; auch ohne ἀρχήν, Her. 6, 59; Dem. 54, 39; D. Hal. 8, 75; – die Bühne betreten, Dem. 19, 247; Plut. Phoc. 19; vom Chor = auftreten, Plat. Legg. II, 664 c; ἐς ἀγοράν, Dem. 24, 126, in die Volksversammlung gehen; vgl. Thuc. 4, 118. – Auch von Dingen, τὰ εἰςιόντα, was man zu sich nimmt, Xen. Cyr. 1, 6, 17; Arist. – Uebertr., Einem in den Sinn kommen, einfallen, oder von Leidenschaften: ihn ergreifen, γόου δὲ μηδὲν εἰςίτω δάκρυ Soph. Tr. 1189; καί τοί μ' εἰςῄει δεῖμα Eur. Or. 1668; τὸν Ἀστυάγεα εἰςῄει ἀνάγνωσις αὐτοῠ Her. 1, 116; αὐτοὺς τὰ δεινά Thuc. 6, 31; ἔλεός με Plat. Phaed. 58 e; περὶ ὧν ἔμπροσϑεν οὐκ εἰςῄει Rep. I, 330 d; εἰςῄει αὐτούς, ὅπως Xen. An. 5, 9, 17, es fiel ihnen ein; seltner c. dat., Plat. Phaed. 59 a; ἐμοὶ δέ τ' ἄλγος εἰςῄει φρενί Eur. I. A. 1580; εἰςῄει μοι φϑονεῖν Dem. 23, 188. Vgl. εἰςέρχομαι.
-
122 κῑνύσσομαι
κῑνύσσομαι, = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.
-
123 κῑνέω
κῑνέω (vgl. κίω), gehen machen, in Bewegung setzen, Od. 24, 5, bewegen; οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι Od. 8, 298; öfter κάρη κινεῖν, das Haupt bewegen, schütteln, als Zeichen des Unwillens u. Zorns; κινηϑεὶς ἐπῄει Pind. frg. 70; φόβος κινεῖ, ταράσσει καὶ διώκεται δέμας Aesch. Ch. 287; κινεῖ γὰρ ἁνὴρ ὄμμα Soph. Phil. 854; τὸν λεύκασπιν ἄνδρα ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ Ant. 109, in die Flucht treiben; pass., ϑύελλα κινηϑεῖσα O. C. 1656; μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη Eur. Suppl. 172; πόδα Bacch. 764; δόρυ Andr. 607 (wie ὅπλα, eigtl. die Waffen in Bewegung setzen, Thuc. 1, 82; vgl. Dem. 17, 16) u. öfter; im med., τάχ' ἂν στρατὸς κινοῖτο ἀκούσας νυκτέρους ἐκκλησίας Rhes. 139; in Prosa, in mancherlei Verbindungen; von der Stelle rücken, ἀνδριάντα Her. 1, 183; γῆς ὅρια Plat. Legg. VIII, 842 e; im med. oder pass. sich bewegen, im Ggstz von ἑστάναι, Rep. IV, 436 c, wie κινούμενα καὶ ἑστῶτα Theaet. 181 e; bes. von Tanzbewegungen, vgl. Legg. VII, 800 a; c. accus., αἰσχύνονται τοιαῦτα τῷ σώματι κινεῖσϑαι, so Etwas zu tanzen, II, 656 a; übh. gehen, Il. 1, 47 u. öfter; ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. Hell. 2, 1, 22; – κινεῖν τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, das deponirte Geld zu etwas Anderem verwenden, Thuc. 2, 24, wie τῶν χρημάτων κινεῖν, das Geld angreifen, 1, 143, vgl. 6, 70; χρήματα κινεῖν ἱερά Dem. 24, 179; App. B. C. 2, 41; – γῆ κεκινημένη, umgeackert, Xen. Cyn. 5, 18; – πᾶν χρῆμα κινεῖν, ὅπως –, Alles in Bewegung setzen, Her. 5, 96; πάντα λόγον κινεῖν Plat. Phileb. 15 e Conv. 198 e; vgl. ὅσον λόγον πάλιν κινεῖτε περὶ τῆς πολιτείας Rep. V, 540 a; – μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρός, rege nicht auf, Soph. Trach. 974; ἴδια κινοῦντες κακά O. R. 636; ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιῤῥόϑοις κακοῖσι, aufregen durch Schmähungen, Ant. 409; – ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was nicht durch die Rede bewegt, wovon nicht gesprochen wird, τὰ ἀπόῤῥητα, O. C. 1523, vgl. Ant. 1061; so bes. τὰ ἀκίνητα κινεῖν, sprichwörtlich, Her. 6, 134; Plat. Legg. III, 684 d; – beunruhigen, stören, καὶ δάκνειν Rep. V, 474 d; αὐτὸν ἐκίνουν, ich ließ ihn nicht in Ruhe, 329 d; aufregen, Xen. Mem. 4, 2, 2; ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνϑρώπους ἑαυτῶν Dem. 21, 72; öfter Plut. u. a. Sp. Dah. pass. aufrührerisch sein, οἱ Γαλάται ἐκινήϑησαν αὖϑις D. Cass. 40, 17, öfter; τὰ καϑεστῶτα κινεῖν Pol. 2, 21, 3. Aehnl. πάντα κινεῖται, es kommt Alles in Aufruhr, wird aufgeregt, Dem. 2, 21, von alten Schäden, die aufbrechen, wie 18, 198. – Νόμαια κινέει πάτρια, verändern, Her. 3, 80; νόμους Plat. u. A. Auch = untersuchen, durchforschen, Ἐμπεδοκλέα πρῶτον τὴν ῥητορικὴν κεκινηκέναι Sext. Emp. adv. math. 7, 6, anregen, u. oft; auch τραγῳδίαν, Plut. Sol. 29. – Κεκινημένος περὶ πᾶσαν τὴν μαγγανείαν, wie versari in, Plat. Legg. X, 908 d. – In obscönem Sinne, = βινέω, Ar. Nubb. 1371 u. öfter; vgl. Luc. parasit. 10; Ep. ad. 86 (XI, 202); οἱ κινούμενοι = κίναιδοι. – Scheinbar intrans. steht es mit Auslassung von στρατόν, Pol. 2, 52, 2, αὖϑις ἐκ ποδὸς ἐκίνει, wie im lat. movere; vgl. Plut. Caes. 26.
-
124 μεριμνάω
μεριμνάω, sorgen, nachdenken, grübeln; c. accus., ἔργον μεριμνῶν ποῖον, Soph. O. R. 1124; vgl. Ep. ad. 408 (IX, 148); οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες, Plat. Rep. X, 607 c, in einer poetischen Stelle, wie es scheint; περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως μεριμνᾶν, Xen. Mem. 1, 1, 4; πολλὰ ὅπως μὴ λάϑῃς, 3, 5, 23; Oec. 20, 25; ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν, neben ἐσκεμμένος, Dem. 21, 192; Sp., wie Matth. 6, 25; τὸ σφόδρα μεριμνηϑέν, Pallad. 118 in, 52); vgl. Ath. XIV, 641 c.
-
125 μερμηρίζω
μερμηρίζω, sorgen, sich besinnen, hin- u. herdenken; ἀλλ' ὅγε μερμήριξε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ, Il. 2, 3; mit ὅπως, 14, 159 Od. 9, 554. 15, 169; περί τινος, Il. 20, 17; bes. = zweifelhaft sein, ἦτόρ οἱ ἐν στήϑεσσιν διάνδιχα μερμήριξεν, 1, 189 u. öfter, μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν, ἢ – ἤ, 5, 671; auch δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ – ἤ, Od. 22, 333 u. öfter; c. inf. aor., Od. 10, 438 Il. 8, 167; auch so, daß ein int., κύσσαι, auf ἤ folgt, Od. 24, 235. – Mit dem acc. = ersinnen, ausdenken, πολλὰ φρεσίν, Od. 1, 427, φόνον μνηστήρεσσιν, 19, 2, öfter; ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀεικέα μερμηρίζων, 4, 533; δόλον, 2, 93, ἀμύντορα, 16, 256. 261. – Sonst hat das Wort nur in homerischer Nachahmung, μερμηρίζω κατὰ φρένα, Luc. bis accus. 2.
-
126 μετα-στρέφω
μετα-στρέφω, weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον ἦτορ, Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (ϑεοί) Od. 2, 67 (vgl. μετάτροπος); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλϑακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφϑείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c (βίος ἄνω κάτω μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.
-
127 μετα-χειρίζω
μετα-χειρίζω, handhaben, unter die Hände nehmen u. behandeln, betreiben; χρήματα, Her. 3, 142; πρῶτοι οἱ Κορίνϑιοι λέγονται ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς, Thuc. 1, 13, wo der Schol. unnöthig ἐναλλάξαι erklärt, sie sollen zuerst die Schiffsangelegenheiten, Schiffsbau und Lenkung beinahe so gehandhabt haben, wie es jetzt üblich ist; τὰ δημόσια, 6, 16; οἱ Συρακούσιοι χαλεπῶς αὐτοὺς μετεχείρισαν, sie behandelten sie hart, 7, 87; einzeln bei Sp. – Gew. im med., in die Hand nehmen, anfassen; τινός, Plat. Parm. 130 d; καὶ ἅπτεσϑαι χρυσοῦ, Phaedr. 240 d; φονέα, ihm die Hand reichen, Antiph. 1, 20: handhaben, ὁ σὸς νοῦς τὸ σῶμα μεταχειρίζεται ὅπ ως βούλεται, Xen. Mem. 1, 4, 17; τόξον, Plut.; bes. eine Sache, ein Geschäft besorgen, behandeln, καλῶς γ' ἂν οὖν τι πρᾶγμα – μεταχειρίσαιο χρηστῶς, Ar. Equ. 344; τέχνην, ἀστρονομίαν u. ä., Plat. Prot. 316 d Rep. VII, 529 a u. öfter; πόσιν, Antiph. 1, 20; τὰς μεγίστας τιμὰς καὶ ἀρχὰς ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται, Plat. Tim. 20 a; auch pass., μεταχειρισϑῆναι τὸ λόγων γένος πέφυκε, Phaedr. 277 c; Sp., auch = verwalten, Pol. ὁ τὰ τῆς βασιλείας πράγματα μεταχειριζόμενος, 16, 21, 1; τὰ κοινά, Luc. Gymnas. 21. – Auch Menschen, ὅταν ἡ πόλις μεταχειρίζηται ὡς ἀδικοῦντα, wie einen Uebelthäter behandeln, Plat. Gorg. 519 b; τοὺς συγγενεῖς, Dem. Lpt. 109, von einer schlechten Behandlung; – auch ὅπως ὡς ἀλυπότατα μεταχειριοῦνται τὸ πάϑος, Lys. 24, 10, behandeln; u. so von Aerzten, Plat. Rep. III, 408 d u. Sp.
-
128 μετα-δαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐϑέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
См. также в других словарях:
όπως δη — ὅπως δή, επικ. τ. ὅππως δή (Α) επίρρ. 1. με ποιον αλήθεια τρόπο 2. οπωσούν … Dictionary of Greek
ὅπως — as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… … Dictionary of Greek
όπως — επίρρ. τροπ. αναφ., καθώς, με τον τρόπο που: Άσ τη βάρκα, στο κύμα όπως θέλει να τρέχει (Χατζόπουλος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
μη όπως — μὴ ὅπως και μὴ ὅτι (Α) (ελλειπτικές φρ.) 1. όχι μόνο να μην... αλλά ούτε να... 2. (όταν ακολουθεί το αλλά ή αρνητικό το οποίο υπάρχει ή υπονοείται) όχι απλώς («μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
φωνόνιο — Όπως για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα για τα οποία έχει οριστεί η ελάχιστη ποσότητα, η οποία μπορεί να πάρει μέρος στις φυσικές διαδικασίες (κβάντο ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ή φωτόνιο), έτσι και για τα ελαστικά κύματα έγινε αναγκαίο να εισαχθεί… … Dictionary of Greek
αμυντικοί μηχανισμοί — Όπως ο οργανισμός διατηρεί τη φυσικοχημική του ισορροπία με την ομοιοστασία, έτσι και ο διανοητικός μηχανισμός ακολουθεί την αρχή της σταθερότητας (Φέχνερ και Φρόιντ) για να ρυθμίζει την εισροή και την εκροή των ερεθισμών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek
χὤπως — ὅπως , ὅπως as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)