-
1 οποι
ион. ὅκοι adv. relat.1) куда(ἐκεῖσ΄ ὅ. πορευτέον Soph.)
σήμηνον, ὅ. γῆς πεπλάνημαι Aesch. — скажи мне, в какой край я забрела;ὅ. προσωτάτω Xen. — как можно дальше;μέχρι ὅ. Plat. — до какого предела2) куда бы ни(ὅ. ἂν βούλωνται Thuc.; ὅ. ἂν ἔλθω Plat.)
См. также в других словарях:
όποι — ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.) β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.) γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού… … Dictionary of Greek