-
1 ὅπλον
ὅπλον, τό,I a ship's tackle, tackling, Hom.(only in Od.), 2.390, al., Hes.Op. 627 ; esp. ropes, halyards, etc.,δησάμενοι δ' ἄρα ὅπλα Od. 2.430
, etc.; in which sense Hom. twice uses the sg., rope, 14.346, 21.390: generally, any ropes, Hdt.7.25, 9.115, Hp.Art.78.II tools, strictly so called, in Hom. esp. of smiths' tools, Il.18.409, 412 ; in full,ὅπλα χαλκήϊα Od.3.433
: in sg., ὅπλον ἀρούρης sickle, AP6.95 ([place name] Antiphil) ; ὅπλον γεροντικόν staff, Call.Epigr.1.7 ; δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον, of the wine-flask, AP6.248 (Marc. Arg.).III in pl., also, implements of war, arms and armour, Hom. (only in Il.), αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε, of the arms of Achilles, 18.614, cf. 19.21 ; , 272 ; so in Pi.N.8.27, IG12.1.9, E.Hec. 14, etc.: rarely in sg., weapon,οὐδέ τι ἀρήϊον ὅπλον ἐκτέαται Hdt.4.23
, cf. 174, E.HF 161, 570, 942, Pl.R. 474a, X.Cyr.7.4.15 ; ποτὶ πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον ὅπλον ἁ πονηρία [Epich.] 275 ; piece of armour, D.S.3.49.2 the large shield, from which the men-at-arms took their name of ὁπλῖται (εἰκόνα γραπτὴν ἐν ὅπλῳ IG22.1012.18
(ii B. C.), cf. IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), Th.7.75, D.S.15.44, 17.18);ὅπλον στύππινον IG11(2).203
B99 (Delos, iii B. C.): metaph.,τῆς πενίας ὅπλον ἡ παρρησία Nicostr.Com.29
;ὅ. μέγιστον.. ἁρετὴ βροτοῖς Men. Mon. 433
, cf. 619.3 in pl., also, heavy arms, Hdt.9.53 ; ὅπλων ἐπιστάτης, = ὁπλίτης, opp. κώπης ἄναξ, A.Pers. 379 ; ;ὅπλα παραδοῦναι Id.4.69
;ὅπλα ἀποβάλλειν Ar.V.27
, etc.4 ὅπλα, = ὁπλῖται, men-at-arms,πολλῶν μεθ' ὅπλων S.Ant. 115
(lyr.): and freq. in Prose, ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι to have a muster of the men-at-arms, Th.4.74, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγός, opp. ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, Decr. ap. D.18.38, Decr.ib. 115 ;χειροτονηθεὶς ἐπὶ τὰ ὅ. πρῶτος.. στρατηγός IG22.682.44
(iii B. C.);στρατηγεῖν ἐπὶ τὰ ὅ. SIG697
E (Delph., ii B. C.), etc.5 τὰ ὅ. the place of arms, camp,ἦλθεν εἰς τὰ ὅ. Lys.13.12
, cf.X.Cyr.7.2.5, etc.;ἐκ τῶν ὅ. προϊέναι Th.1.111
, cf. 3.1.6 Phrases: ἐνέδυνον (v.l. ἐνέδυντο)τὰ ὅ. Hdt.7.218
, etc.; ἐν ὅπλοισι εἶναι or γενέσθαι to be in arms, under arms, Id.1.13, cf.E.Ba. 303, Th.6.56 ;ἐν ὄπλοισι [ἰππομ]άχεντας Sapph.Supp.5.19
;ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Pl.Grg. 456d
;ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη Id.Lg. 833e
; ποιῆσαι ἐξέτασιν ἐν ὅπλοις Decr. ap. Arist.Ath.31.2 ;εἰς τὰ ὅ. παραγγέλλειν X.An.1.5.13
; ἐφ' ὅπλοις or παρ' ὅπλοις ἧσθαι, E.Supp. 674, 357 ;μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις X.Cyr.7.2.8
; for ὅπλα ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, v. sub vocc. ; for ὅπλα τίθεσθαι, v. τίθημι.IV of the arms possessed by animals for self-defence,[τὸν ἄνθρωπον] οὐκ ἔχοντα ὅπλον πρὸς τὴν ἀλκήν Arist.PA 687a25
, cf. b4, al.V membrum virile, Nic.Fr.74.30, APl.4.242 (Eryc.), Hsch.VI a gymnastic exercise, the last which came on in the games, Artem.1.63.
См. также в других словарях:
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek