-
21 Stack
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stack
-
22 Take
v. trans.Be taken: P. and V. ἁλίσκεσθαι.Help in taking: P. and V. συνεξαιρεῖν (acc.).Lead: P. and V. ἄγειν.Seize: P. and V. λαμβάνειν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. μάρπτειν, συλλαμβάνειν; see Seize.Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.This ( cloak) has taken easily a talent's worth of wool: Ar. αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως (Vesp. 1146).Take the road leading to Thebes: P. τὴν εἰς Θήβας φέρουσαν ὁδὸν χωρεῖν (Thuc. 3, 24).Take in thought, apprehend: P. καταλαμβάνειν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), συνιέναι (acc. or gen.); see Grasp.Take advantage of, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Enjoy: P. and V. ἀπολαύειν (gen.).Get the advantage of: P. πλεονεκτεῖν (gen.).Take after, resemble: P. and V. ἐοικέναι (dat.) (rare P.), ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.); see Resemble.Take arms: see take up arms.Take away: P. and V. ἀφαιρεῖν (or mid.), παραιρεῖν (or mid.), ἐξαιρεῖν (or mid.), V. ἐξαφαιρεῖσθαι; see also Deprive.Take away besides: P. προσαφαιρεῖσθαι.Take care, take care of: see under Care.Reduce in bulk: P. and V. ἰσχναίνειν (Plat.).Take effect, gain one's end: P. ἐπιτυγχάνειν.Be in operation: use P. ἐνεργὸς εἶναι.Take for, assume to be so and so: P. ὑπολαμβάνειν (acc.).Take from: see take away.Detract from: P. ἐλασσοῦν (gen.).Take heart: P. and V. θαρσεῖν, θρασύνεσθαι, V. θαρσύνειν, P. ἀναρρωσθῆναι (aor. pass. of ἀναρρωννύναι).Take hold of: see Seize.Furl: Ar. συστέλλειν, V. στέλλειν, καθιέναι.Cheat: see Cheat.Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀναιρεῖσθαι (acc.), αἴρεσθαι (acc.).Take in preference: V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος); see Prefer.Take notice: see Notice.Take off, strip off: P. περιαιρεῖν.From oneself: P. and V. ἐκδύειν.Let one quickly take off my shoes: V. ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος (Æsch., Ag. 944).Parody: Ar. and P. κωμῳδεῖν (acc.).Are these men to take on themselves the results of your brutality and evil-doing? P. οὗτοι τὰ τῆς σῆς ἀναισθησίας καὶ πονηρίας ἔργα ἐφʼ αὑτοὺς ἀναδέξωνται; (Dem. 613).Pick out: P. and V. ἐξαιρεῖν.Extract: P. and V. ἐξέλκειν (Plat. but rare P.).Take part in: see under Part.Take place: see under Place.Take root: P. ῥιζοῦσθαι (Xen.).Take the field: see under Field.Take time: see under Time.Take to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc. or εἰς, acc.).Take to flight: see under Flight.When the Greeks took more to the sea: P. ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον (Thuc. 3, 24).Take a fancy to: P. φιλοφρονεῖσθαι (acc.) (Plat.).Take to heart: P. ἐνθύμιόν τι ποιεῖσθαι.Be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.); see be vexed, under Vex.Take to wife: P. λαμβάνειν (acc.); see Marry.Take up: P. and V. ἀναιρεῖσθαι, P. ἀναλαμβάνειν.Resume: P. ἀναλαμβάνειν, ἐπαναλαμβάνειν.Succeed to: P. διαδέχεσθαι (acc.).Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (or dat.), ἅπτεσθαι (gen.), αἴρεσθαι (acc.), ἀναιρεῖσθαι (acc.).Nor should we be able to useour whole force together since the protection of the walls has taken up a considerable part of our heavy-armed troops: P. οὐδὲ συμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθʼ ἂν χρήσασθαι ἀπαναλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ (Thuc. 7, 11).Take up arms: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.Take up arms against: V. ὅπλα ἐπαίρεσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Take
-
23 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
-
24 Weapon
subs.P. and V. ὅπλισμα, τό (Plat.), ὅπλον, τό (Eur., H. F. 161 and 570; Plat., Lach. 183D, but rare in the sing.).Arms, weapons: P. and V. ὅπλα, τά, V. τεύχη, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weapon
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὅπλα — ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχέμαχα όπλα — Τα όπλα που ενεργούν σε μικρή απόσταση και χρησιμοποιούνται στις μάχες εκ του συστάδην (σώμα με σώμα). Α.ό. (άγχι = κοντά + μάχομαι) στην αρχαία εποχή ήταν το δόρυ, η λόγχη, το ξίφος κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή όπλο του είδους είναι η λόγχη, που… … Dictionary of Greek
θὤπλ' — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θὤπλα — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλάς — ὁπλά̱ς , ὁπλή hoof fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπλ' — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek