-
1 aperture
οπή -
2 скважина
η γεώτρησ/ηартезианская - το αρτεσιανό φρέαρ/πηγάδιнефтяная - η πετρε-λαιοπηγή, το φρεάτιο ανόρυξης του πετρελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скважина
-
3 зев
1. тех. το άνοιγμα, η οπή, η τρύπα 2. мед. η οπή/ο ισμός του φάρυγγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зев
-
4 окно
1. (отверстие) το άνοιγμα, η θυρίδα, η οπή, η τρύπα 2. (застеклённая рама, закрывающая отверстие в стене для света и воздуха) το παράθυροвенецианское - βενετσιάνικο/ενετικό (ζωγραφιστό) -глухое - τυφλό -, το ψευδοπαράθυροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окно
-
5 устье
1. (выходное отверстие чего-л., выход) το στόμιο, η οπή, η έξοδος 2. (реки) η εκβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устье
-
6 дырка
-и θ.τρυπίτσα, τρυπούλα, μικρή οπή τρύπα, οπή. -
7 окно
-а, πλθ. окна, окон, окнам ουδ.1. παράθυρο•комната в три окна δωμάτιο με τρία παράθυρα•
открываю окно ανοίγω το παράθυρο.
|| κατώφλι παράθυρου•сесть на окно κάθομαι στο παράθυρο.
2. οπή, τρύπα•окно для пропуска воды οπή διαρροής νερού.
|| μτφ. θεωρείο, παρατηρητήριο•окно в Европу παράθυρο προς την Ευρώπη•
окно в жизнь, в мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο.
3. (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλτου (αχορτάριαστο).4. ελεύθερη ώρα (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα. -
8 отверстие
-я ουδ.τρύπα, οπή, άνοιγμα•-ружейного дула η οπή (στόμιο) της κάνης του όπλου•
проломать в стене отверстие ανοίγω τρύπα στον τοίχο•
заднепроходное отверстие (ανατ.) ο πρωκτός•
заделать (заделывать) отверстие βουλώνω την τρύπα.
-
9 очко
-а, γεν. πλθ. -ов ουδ.1. (αθλτ., παιγνίδια) πόντος, βαθμός. || σημάδια μονάδων στα ζάρια, στιγμή.2. είδος χαρτοπαίγνιου.3. οπή, τρύπα•очко улья οπή της κυψέλης.
|| βρόχος, το μάτι του διχτιού.4. μάτι, οφθαλμός φυτών.εκφρ.дать десять -бв вперд- – ξεπερνώ κατά πολύ. -
10 растесать
-
11 башмак
1. тех. το πέδιλ/ο, το πέλμαкрей-цкопфный направляющий горн. - οδηγός σταυρούнаправляющий горн. - οδηγόςтормозной - πέδης/φρένου2. (обувь) η αρβύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > башмак
-
12 болт
1. (стержень для навинчивания гайки) о κοχλίας, ο γόμφοςанкерный - αγκίστρωσης, ο ενδέτηςприжимной - см. натяжной -призонный - ακριβείας, εφαρμοστός -- с крючкообразной головкой - με γάντζο, το αγκιστρωτό βλήτρο- с проушиной κρικωτός -, η μάπαчёрный - οακατέργαστος ήλος, разг. γύφτικος -2. (засов) τομάνδαλο, ο μάνδαλος, η αμπάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болт
-
13 бурить
διατρυπώ, ανοίγω οπή/τρύπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бурить
-
14 вакансия
1. (незамещённая должность) η κενή/ελεύθερη θέση 2. физ. η κενή θέση/οπήη απουσία ατόμου ή ιόντος στο κρυσταλλικό πλέγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакансия
-
15 водослив
1. (водосброс со свободным переливом) о υπερχειλιστήρας ελεύ-θερης/της άνω υπερχείλισης 2. (водосливная стенка) о εκχειλιστής/φράκτης (του ρού) 3. (водослив-ное отверстие) η οπή/τρύπα του φράκτη του ρου 4. (процесс) η εκχείλιση, η υπερχείλιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водослив
-
16 выпуск
1. (воздуха, газа и т.п.) η εκροή 2. (опорожнение, разгрузка) το άδειασμα 3. (выходное отверстие) η έξοδος, η οπή εξόδου/εκροής 4. (выхлоп) η εξαγωγή 5. (объем производства) η παραγωγή 6. (печатного издания) η έκδοσ/η, η εκτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпуск
-
17 вытяжка
1. (удлинение) η επιμήκυνση 2. мет. η ολκή 3. (вентиляционное отверстие) η οπή εξαερισμού 4. (хим., мед.) το απόσταγμα, το εκχύλισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытяжка
-
18 гельмпорт
мор. о σωλήνας/η οπή (για πέρασμα) του πηδαλίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гельмпорт
-
19 глазок
1. (дверной) το μάτι/ματάκι 2. (смотровое отверстие) η οπή επιθεώρησης, разг. το πορτάκι 3. бот. το μάτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глазок
-
20 гляделка
η οπή επιθεώρησης/παρατήρη-σης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гляделка
См. также в других словарях:
όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… … Dictionary of Greek
ὀπή — opening fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπη — by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπῃ — ὅπη by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… … Dictionary of Greek
ὀπῇ — ὀπάζω make to follow fut ind mid 2nd sg (doric) ὀπάζω make to follow fut ind act 3rd sg (doric) ὀπή opening fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὤπη — ὅπη , ὅπη by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὤπηι — ὅπῃ , ὅπη by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπηι — ὅπῃ , ὅπη by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπηπερ — ὅπη , ὅπη by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπαῖς — ὀπή opening fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)