-
21 λουτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 7-8-0-0-0=15 Ex 30,18.28; 31,9; 38,26(8); 38,27(40,30)washing tub, basin; neol. -
22 μυκτήρ,-ῆρος
-
23 ὀνυχιστήρ,-ῆρος
ὁ N 3 5-0-0-0-0=5 Lv 11,3.4.26; Dt 14,6.7hoof; neol. -
24 πανθήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-2-0-0=2 Hos 5,14; 13,7 -
25 ποδιστήρ,-ῆρος
-
26 σπινθήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-2-0-6=8 Is 1,31; Ez 1,7; Wis 2,2; 3,7; 11,18 -
27 σφαιρωτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 7-0-0-0-0=7 Gn 14,23; Ex 25,31.33.34.35thong, latchet Gn 14,23; ornamental ball, knob Ex 25,31; neol.?Cf. HARL 1986a, 161; LE BOULLUEC 1989 262.263; MASSON 1986, 231-252; WALTERS 1973 68-69(Gn14,23); →LSJ Suppl -
28 σωτήρ,-ῆρος
+ ὁ N 3 1-6-7-12-15=41 Dt 32,15; Jgs 3,9.15saviour, deliverer Neh 9,27; Saviour (God) Dt 32,15Cf. HAERENS 1948, 57-68; HOLTZMANN 1912, 270-271; LARCHER 1985, 901; LAUNEY 1950, 914-919;MERKELBACH 1971, 14; NOCK 1972, 720-735; SPICQ 1978a, 629-641; →NIDNTT; TWNT -
29 τροχαντήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8,13bone-crusher (instrument of torture); neol. -
30 ὑποχυτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 52,19vessel for pouring (oil into a lamp); neol. -
31 φυσητήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-1-1-0=2 Jer 6,29; Jb 32,19 -
32 φωστήρ,-ῆρος
+ ὁ N 3 4-0-0-1-4=9 Gn 1,14.16(ter); DnLXX 12,3luminary Gn 1,14; light, splendour 1 Ezr 8,76; neol.Cf. DODD 1954, 139-140; HARL 1986a, 92; SPICQ 1982, 692-693; →MM; NIDNTT; TWNT -
33 χαρακτήρ,-ῆρος
+ ὁ N 3 1-0-0-0-2=3 Lv 13,28; 2 Mc 4,10; 4 Mc 15,4mark Lv 13,28; character, nature 2 Mc 4,10→NIDNTT; TWNT -
34 ψυκτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-0-2-0=2 Ezr 1,9(bis) -
35 αεριοταμιευτήρ
(-ήρος) ο газовый баллон -
36 αλειπτήρ
-
37 αμελκτήρ
(-ήρος) ο подойник, доильник -
38 αναθρεπτήρ
(-ήρος) ο, αναθρεπτήριον τό кормушка (для цыплят и т. п.) -
39 αναμικτήρ
(-ήρος) ο смеситель -
40 ανελκτήρ
(-ήρος) ο подъёмник; подъёмный механизм, кран
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek