Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄφρα+αἰνἐσω

  • 1 ὄφρα

    ὄφρα final conj.,
    1 in order that.
    a c. subj.

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον, ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.23

    κατέβαν ὑμνέων Ῥόδον, εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα αἰνέσω O. 7.14

    ἔλθ' Ἀχοῖ, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ εἴπῃς O. 14.22

    λίσσομαι, νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.2

    Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνὸν ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶταιP. 4.92 στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν, ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.9 ὄφ' ρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.
    b c. opt.

    ἐκδιδάσκειν σοφὸν Αἰσονίδαν· ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ P. 4.218

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62

    παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20

    θυμὸν αὔξων, ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν N. 3.59

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    Lexicon to Pindar > ὄφρα

  • 2 ὄφρα

    ὄφρᾰ, used as a Final and Temporal Conj., correlat. to τόφρα, by [dialect] Ion. and [dialect] Dor. Poets, and thrice (in the latter sense) in lyr. passages of Trag., A.Ch. 360, Eu. 338, S.El. 225.
    A Final Conj., that, in order that:
    I with subj.,
    1 after primary tenses and imper., Il.1.524, 4.205, al.; so also

    ὄ. κε 22.382

    , etc.;

    ὄφρ' ἄν Od.17.10

    , 18.364;

    ὄ. μή Il.1.118

    , etc.; ἴομεν, ὄ. κε θᾶσσον ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα (where ἴομεν, ἐγείρομεν are [dialect] Ep. for ἴωμεν, ἐγείρωμεν) 2.440; so ὄ... ἱερεύσομεν, for - ωμεν, 6.308, etc.; so also

    ὄ... αἰνέσω Pi.O.7.15

    ;

    ὄ... κελαδῆτον Id.P.11.9

    ;

    ὄ. βάσομεν.. ἵκωμαί τε Id.O.6.23

    (where βάσομεν is prob. [tense] aor. subj.);

    ὄ. μήσεται B.17.42

    ; but Hom. thrice uses it with [tense] fut. ind.,

    ὄφρα καὶ Ἕκτωρ εἴσεται Il.16.242

    ;

    ὄφρα.. ἔπος ὑποθήσεαι Od.4.163

    ;

    ὄφρα με μήτηρ ὄψεται 17.6

    .
    2 after past tenses, Il.1.158, 444, 5.128, Od.3.15, 6.173, 9.13, Pi.P.4.92, A.R.1.16, 3.1307, 4.908.
    II with opt. after past tenses, Il.4.300, Od.1.261, etc.: rarely ὄφρα κε or ὄφρ' ἄν with opt., Il.12.26, Od.17.298.
    B Temporal conj.:
    I so long as, while,
    1 commonly with [tense] impf.,

    ἀνδρῶν.. ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας, ὄφρ' Ἀχιλεὺς μήνιεν Il.2.769

    , cf. Od.20.136, al.: the correlat. τόφρα or τόφρα δέ .. commonly follows in apodosi, as ὄ. μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, τόφρα δὲ .. 9.56, cf. Il.4.220,9.550, 15.343, etc.
    2 with subj., and usu. with ἄν, κε or κεν, 6.113, Od.2.124, etc.: also pleon., ὄφρ' ἂν μέν κεν ὁρᾷς, with τόφρα in apodosi, Il.11.202, cf. Od.5.361, 6.259; but τόφρα precedes in Od.2.124: sts. without ἄν, κε or κεν, Il.4.346, Od.15.81, etc.: in Il.24.554 κεῖται (so codd. with v.l. κῆται ) is subj.
    II until:
    1 with [tense] aor. ind., of a fact in past time, ὄ. καὶ αὐτὼ κατέκταθεν till at last they too were slain, Il.5.557, cf. 588, 10.488, 13.329, Od.5.57, 7.141, etc.; with τόφρα preceding, 4.289.
    2 with [tense] aor. subj., of an event at an uncertain future time, ἔχει κότον, ὄ. τελέσσῃ he bears malice till he shall have satisfied it, Il.1.82, cf. 14.87, 16.10: but in this case ἄν (κε or κεν) is commonly added, 6.258, 10.444, Od.4.588, etc.; with τόφρα preceding, Il.1.509.
    3 with opt., of an event future in relation to past time,

    νωλεμέως δ' ἐχόμην, ὄφρ' ἐξεμέσειεν Od.12.437

    , cf. 3.285, Il.10.571.
    III used for τόφρα or τέως (cf. ἕως B), for a while, only in Il.15.547.
    IV ὄ. ποτὶ στόμα Θερμώδοντος as far as, up to, A.R.2.805.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄφρα

  • 3 ἄποινα

    1 reward

    ἔργοις δε καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16

    acc. pro prep. c. gen., in reward for

    ὄφρα ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα O. 7.16

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14

    εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    Lexicon to Pindar > ἄποινα

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»