-
1 πτερωτος
3 и 21) крылатый, пернатый(ὄρνιθες Eur.; sc. ζῷα Arst.; ὄφιες Her.)
2) оперенный(τοξεύματα Eur.)
3) быстрокрылый, стремительный(Διὸς βροντή Soph.; ἅρμα Eur.)
4) производимый крыльями(φθόγγος Arph.)
5) сделанный из перьев(χιτωνίσκοι Plut.)
-
2 υποπτερος
21) крылатый(ὄφιες Her.; πέλειαι Soph.)
2) перен. окрыленный, легкокрылый(ναῦς, ἀνορέαι Pind.; πλοῦτος Eur.)
ὅστις οὐχ ὑ. φροντίσιν δαείς Aesch. — чьи мысли не мимолетны, т.е. человек не ветреный;ἴτω ὑπόπτερον Eur. — пусть развеется (наша вражда) -
3 χαροπος
31) со сверкающими глазами(λέοντες Hom., HH., Hes.; κύνες HH.; θῆρες Soph.; πίθηκοι Arph.; ὄφιες Anth.)
2) светло-голубой(ὄμματα Ἀθάνας Theocr.; χρόα Plut.; πέλαγος Anth.)
-
4 χερσαιος
См. также в других словарях:
Ὄφιες — Ὄφις fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄφιες — ὄφις serpent masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπυρός — ή, ό (Α λεπυρός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [λέπυρον] (για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.) αρχ. φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν… … Dictionary of Greek