-
21 Όρθρω
-
22 Ὄρθρῳ
-
23 Όρθρωι
-
24 Ὄρθρωι
-
25 Όρθρων
-
26 Ὄρθρων
-
27 όρθρε
-
28 ὄρθρε
-
29 όρθροι
-
30 ὄρθροι
-
31 όρθροις
-
32 ὄρθροις
-
33 όρθρον
-
34 ὄρθρον
-
35 όρθρου
ὄρθροςthe time just before: masc gen sgὀρθρόωpres imperat act 2nd sgὀρθρόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
36 ὄρθρου
ὄρθροςthe time just before: masc gen sgὀρθρόωpres imperat act 2nd sgὀρθρόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
37 όρθρους
-
38 ὄρθρους
-
39 όρθρω
-
40 ὄρθρῳ
См. также в других словарях:
Ὄρθρος — the time just before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθρος — the time just before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek
όρθρος — ο ο χρόνος λίγο πριν απ την αυγή, αλλ. χαράματα, χαραυγή: Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή... θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή (Γ. Σεφέρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄρθρε — Ὄρθρος the time just before masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθρε — ὄρθρος the time just before masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθροι — Ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθροι — ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθροις — Ὄρθρος the time just before masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθροις — ὄρθρος the time just before masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθρον — Ὄρθρος the time just before masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)