-
61 λυόντων
λύωluo: pres part act masc /neut gen pl (epic)λύωluo: pres imperat act 3rd pl (epic)λῡόντων, λύωluo: pres part act masc /neut gen plλῡόντων, λύωluo: pres imperat act 3rd pl -
62 μηνιόντων
μηνίωcherish wrath: pres part act masc /neut gen plμηνίωcherish wrath: pres imperat act 3rd plμηνῑόντων, μηνίωcherish wrath: pres part act masc /neut gen plμηνῑόντων, μηνίωcherish wrath: pres imperat act 3rd pl -
63 μηνυόντων
μηνῡόντων, μηνύωdisclose what is secret: pres part act masc /neut gen plμηνῡόντων, μηνύωdisclose what is secret: pres imperat act 3rd pl -
64 παρακαόντων
παρακᾱόντων, παρακαίομαιpres part act masc /neut gen pl (attic)παρακᾱόντων, παρακαίομαιpres imperat act 3rd pl (attic) -
65 παραλυόντων
παραλύωloose and take off: pres part act masc /neut gen pl (epic)παραλύωloose and take off: pres imperat act 3rd pl (epic)παραλῡόντων, παραλύωloose and take off: pres part act masc /neut gen plπαραλῡόντων, παραλύωloose and take off: pres imperat act 3rd pl -
66 περικληιόντων
περικλείωshut in all round: pres part act masc /neut gen pl (attic)περικλείωshut in all round: pres imperat act 3rd pl (attic)περικληῑόντων, περικλείωshut in all round: pres part act masc /neut gen pl (epic ionic)περικληῑόντων, περικλείωshut in all round: pres imperat act 3rd pl (epic ionic) -
67 περιξυόντων
περιξῡόντων, περί-ξύωscratch: pres part act masc /neut gen plπεριξῡόντων, περί-ξύωscratch: pres imperat act 3rd pl -
68 πριόντων
πρῑόντων, πρίωpres part act masc /neut gen plπρῑόντων, πρίωpres imperat act 3rd pl -
69 προβυόντων
προβῡόντων, προβύωpush up: pres part act masc /neut gen plπροβῡόντων, προβύωpush up: pres imperat act 3rd pl -
70 προκαταλυόντων
προκαταλύωbreak up: pres part act masc /neut gen pl (epic)προκαταλύωbreak up: pres imperat act 3rd pl (epic)προκαταλῡόντων, προκαταλύωbreak up: pres part act masc /neut gen plπροκαταλῡόντων, προκαταλύωbreak up: pres imperat act 3rd pl -
71 προμηνυόντων
προμηνῡόντων, προμηνύωdenounce beforehand: pres part act masc /neut gen plπρομηνῡόντων, προμηνύωdenounce beforehand: pres imperat act 3rd pl -
72 προσισχυόντων
προσισχῡόντων, πρόσ-ἰσχύωto be strong: pres part act masc /neut gen plπροσισχῡόντων, πρόσ-ἰσχύωto be strong: pres imperat act 3rd pl -
73 συμμεθυόντων
συμμεθῡόντων, σύν, μετά-ὕωrain: pres part act masc /neut gen plσυμμεθῡόντων, σύν, μετά-ὕωrain: pres imperat act 3rd plσύν-μεθύωto be drunken with wine: pres part act masc /neut gen plσύν-μεθύωto be drunken with wine: pres imperat act 3rd pl -
74 συμφυόντων
συμφῡόντων, συμφύωmake to grow together: pres part act masc /neut gen plσυμφῡόντων, συμφύωmake to grow together: pres imperat act 3rd pl -
75 συνδακρυόντων
συνδακρῡόντων, συνδακρύωweep with: pres part act masc /neut gen plσυνδακρῡόντων, συνδακρύωweep with: pres imperat act 3rd pl -
76 συνεπισχυόντων
συνεπισχῡόντων, συνεπισχύωjoin in supporting: pres part act masc /neut gen plσυνεπισχῡόντων, συνεπισχύωjoin in supporting: pres imperat act 3rd pl -
77 συνθυόντων
συνθῡόντων, συνθύωoffer sacrifice together: pres part act masc /neut gen plσυνθῡόντων, συνθύωoffer sacrifice together: pres imperat act 3rd pl -
78 υπεκλυόντων
ὑπεκλύωloosen: pres part act masc /neut gen pl (epic)ὑπεκλύωloosen: pres imperat act 3rd pl (epic)ὑπεκλῡόντων, ὑπεκλύωloosen: pres part act masc /neut gen plὑπεκλῡόντων, ὑπεκλύωloosen: pres imperat act 3rd pl -
79 ὑπεκλυόντων
ὑπεκλύωloosen: pres part act masc /neut gen pl (epic)ὑπεκλύωloosen: pres imperat act 3rd pl (epic)ὑπεκλῡόντων, ὑπεκλύωloosen: pres part act masc /neut gen plὑπεκλῡόντων, ὑπεκλύωloosen: pres imperat act 3rd pl -
80 υπολυόντων
ὑπολύωloosen beneath: pres part act masc /neut gen pl (epic)ὑπολύωloosen beneath: pres imperat act 3rd pl (epic)ὑπολῡόντων, ὑπολύωloosen beneath: pres part act masc /neut gen plὑπολῡόντων, ὑπολύωloosen beneath: pres imperat act 3rd pl
См. также в других словарях:
ὄντων — εἰμί sum pres imperat act 3rd pl (attic) εἰμί sum pres part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek
Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… … Wikipedia
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
θυόντων — θῡόντων , θύω 1 offer by burning pres part act masc/neut gen pl θῡόντων , θύω 1 offer by burning pres imperat act 3rd pl θῡόντων , θύω 2 rage pres part act masc/neut gen pl θῡόντων , θύω 2 rage pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυόντων — ἐπιθῡόντων , ἐπιθύω 1 sacrifice upon pres part act masc/neut gen pl ἐπιθῡόντων , ἐπιθύω 1 sacrifice upon pres imperat act 3rd pl ἐπιθῡόντων , ἐπιθύω 2 sacrifice upon pres part act masc/neut gen pl ἐπιθῡόντων , ἐπιθύω 2 sacrifice upon pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… … Dictionary of Greek