Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὄμβρῳ

  • 1 επιπιλναμαι

        (только 3 л. sing. praes.) приходить, наступать
        

    οὔτε ποτ΄ ὄμβρῳ δεύεται, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Hom.(Олимп, который) никогда не увлажняется дождем и (на котором) не бывает снега

    Древнегреческо-русский словарь > επιπιλναμαι

  • 2 καταπυθω

         (ῡ) подвергать гниению
        

    τέν κατέπυσ΄ ἱερὸν μένος ἠελίοιο, ἐξ οὗ νῦν Πυθὼ κικλήσκεται HH. — это (чудовище) сгноила священная сила солнца, отчего оно и именуется ныне Питоном;

        pass. — гнить:
        ξύλον τὸ μὲν οὐ κατεπύθεται ὄμβρῳ Hom. — дерево, которое не гниет от дождя

    Древнегреческо-русский словарь > καταπυθω

  • 3 οπαζω

         ὀπάζω
        (fut. ὀπάσω - эп. ὀπάσσω, aor. ὤπασα - эп. ὄπασσα)
        1) посылать в качестве спутника или проводника, давать в провожатые
        

    (τινά τινι πομπόν или πομπῆα или τινὰ ἅμα τινί ὀ. Hom.)

        πολὺν λαὸν ὀ. τινί Hom.поставить кого-л. во главе большого воинства;
        Νέστορος υἷας ὀπάσσατο Hom. (Одиссей) взял с собой сыновей Нестора

        2) давать, доставлять, даровать, ниспосылать
        

    (κῦδός τινι, κτήματα, κάλλος Hom.; νίκην, ὄλβον Hes.)

        τέλος ἐσθλὸν ὀ. Hes. — ниспосылать хороший конец;
        πῦρ ἐγώ σφιν ὤπασα Aesch.я (т.е. Прометей) доставил им огонь

        3) придавать, прибавлять, добавлять
        

    ἔργον ἔργῳ ὀ. HH. — делать одно дело за другим;

        ἔργον πρὸς ἀσπίδι ὀ. Aesch.покрывать щит художественной работой

        4) прилагать, посвящать
        5) преследовать по пятам, теснить
        

    (Ἀχαιούς, γῆρας ὀπάζει τινά Hom.)

        ποταμὸς ὀπαζόμενος ὄμβρῳ Hom. — река, теснимая ливнем, т.е. вздувшаяся от ливней

        6) изгонять

    Древнегреческо-русский словарь > οπαζω

См. также в других словарях:

  • ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …   Dictionary of Greek

  • ὀμβρῶ — ὀμβρέω rain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀμβρέω rain pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀμβρόω imbricitur pres subj act 1st sg ὀμβρόω imbricitur pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρω — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc/acc dual ὄμβρος storm of rain masc gen sg (doric aeolic) ὀμβρόω imbricitur pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀμβρόω imbricitur imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ό)μβρος masc nom/voc/acc dual ό)μβρος masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρῳ — ὄμβρος storm of rain masc dat sg ό)μβρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρωι — ὄμβρῳ , ὄμβρος storm of rain masc dat sg ὄμβρῳ , ό)μβρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

  • OLYMPUS — I. OLYMPUS Historicus, cuiusaetatem satis indieat, quod fuit medicus Cleopatrae, Iulii prius, post Antonii, amasiae, de quo Plut. in Anton. II. OLYMPUS Mysiae Rex, qui Iasi filiam, Nepiam, uxorem duxit, ut scribit Dionysius Milesius, habitavitque …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανομβρώ — ἀνομβρῶ ( έω) (Α) 1. αναβλύζω νερό 2. μτφ. παρέχω με αφθονία («καὶ αὐτοὶ ἐσοφίσαντο καὶ ἀνώμβρισαν παροιμίας» Π.Δ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ομβρώ «βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • εξομβρώ — ἐξομβρῶ, έω (AM) χύνω άφθονα, σαν βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομβρώ «βρέχω» (< όμβρος «βροχή»)] …   Dictionary of Greek

  • καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] …   Dictionary of Greek

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»