-
121 όλβιστε
-
122 ὄλβιστε
-
123 όλβιστοι
-
124 ὄλβιστοι
-
125 sælingr
(-s, -ar), m. wealthy man.* * *m. a wealthy man (cp. Gr. ὄλβιος), Edda (Gl.), Eb. (in a verse); sælingr, opp. to úgöfgir menn, Hom. (St.): a nickname, Landn.; whence Sælings-dalr, a local name. -
126 ἀγαθός
1 of persons, noble, gooda adj., distinguishedπατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
esp. in physical prowess,ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι P. 8.100
οὐθαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26
b m. subs., the noble, esp. of those distinguished by social position and athletic prowess.ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83
οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63
τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26
τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
2 of things, honourable, of honourὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί O. 7.10
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.83
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) N. 11.17ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” O. 6.100 “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” O. 6.174 n. subs., good, good fortuneἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ O. 2.33
esp. in pl.,πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.13
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30
5 dub. ex. [ ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.] -
127 εἶμι
1εἶσιν, εἶσ; [ἴθι O. 14.21
], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)a of living things.Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
“ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” O. 6.63 ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) P. 2.80τάχα δεὐθὺς ἰὼν P. 4.83
μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.3
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) N. 7.94τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.3
μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12
τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc.,ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν ( Χρόνος) O. 10.55 “ ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course P. 8.33 -
128 κατέχω
a encompass, surround met. ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: - έχοντ codd.) O. 7.10ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.24b restrain μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος pr. having kept N. 10.6εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
c captivate ὁ δὲ ( αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος i. e. by the strains of the lyre P. 1.10d gain possession of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met.,ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
, but cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.e frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6.
См. также в других словарях:
ὄλβιος — happy masc nom sg ὄλβιος happy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄλβιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… … Dictionary of Greek
ὀλβιώτερον — ὄλβιος happy adverbial comp ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιωτέρων — ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιώτατα — ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιώτατον — ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβίως — ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc acc pl (doric) ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβιον — ὄλβιος happy masc acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg ὄλβιος happy masc/fem acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβίων — ὄλβιος happy fem gen pl ὄλβιος happy masc/neut gen pl ὄλβιος happy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)