-
21 ὄγκον
-
22 όγκου
ὄγκος 1barb: masc gen sgὄγκος 2bulk: masc gen sgὀγκόωraise up: pres imperat act 2nd sgὀγκόωraise up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
23 ὄγκου
ὄγκος 1barb: masc gen sgὄγκος 2bulk: masc gen sgὀγκόωraise up: pres imperat act 2nd sgὀγκόωraise up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
24 όγκους
ὄγκος 1barb: masc acc plὄγκος 2bulk: masc acc plὀγκόωraise up: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
25 ὄγκους
ὄγκος 1barb: masc acc plὄγκος 2bulk: masc acc plὀγκόωraise up: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
26 όγκωι
-
27 ὄγκωι
-
28 όγκων
ὄγκος 1barb: masc gen plὄγκος 2bulk: masc gen plὀγκόωraise up: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὀγκόωraise up: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
29 ὄγκων
ὄγκος 1barb: masc gen plὄγκος 2bulk: masc gen plὀγκόωraise up: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὀγκόωraise up: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
30 ὀγκηρός
II metaph., stately, pompous, ;τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8
;ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1
;τὸ ὀ.
bombast,Arist.
EN 1127b24 : irreg. [comp] Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr. 966a2 : [comp] Sup.ὀγκότατος AP12.187
(Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγκηρός
-
31 ὄγκιον
Grammatical information: n.Meaning: `name of a chest for iron and bronze hardware' (φ 61, Hermipp. 16).Other forms: (- ίον).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Details unkown (" σκεῦος πλεκτόν" Poll. 10, 165); so unclear, whether to l. ὄγκος ("chest with hooks [handles?]") or to 2. ὄγκος (chest as carrier).Page in Frisk: 2,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄγκιον
-
32 Όγκοι
-
33 Ὄγκοι
-
34 Όγκοις
-
35 Ὄγκοις
-
36 Όγκοισι
-
37 Ὄγκοισι
-
38 Όγκον
-
39 Ὄγκον
-
40 Όγκου
См. также в других словарях:
ὄγκος — 1 barb masc nom sg ὄγκος 2 bulk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄγκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
όγκος — ο 1. ο χώρος που καταλαμβάνει σώμα στερεό, υγρό ή αέριο. 2. το ίδιο το σώμα που πιάνει χώρο. 3. μεγάλο ποσό ή πλήθος: Όγκος κρέατος, παχύσαρκος. 4. μτφ., κύρος, βαρύτητα, σπουδαιότητα: Ο όγκος της εργασίας είναι αβάσταχτος. 5. (ιατρ.) το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμομοριακός όγκος — Ο όγκος που καταλαμβάνουν τα 6,023x1023 μόρια ενός αερίου που σε πρότυπες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης (θ = 0°C, Ρ = 1 ατμ.) είναι 22,4 λίτρα … Dictionary of Greek
αγγειολιθικός όγκος ή αγγειόλιθος — Λίθος από ασβεστολιθικά άλατα που σχηματίζεται σε κάποιο αγγείο και μπορεί να προκαλέσει έμφραξη … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὄγκω — ὄγκος 1 barb masc nom/voc/acc dual ὄγκος 1 barb masc gen sg (doric aeolic) ὄγκος 2 bulk masc nom/voc/acc dual ὄγκος 2 bulk masc gen sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
ὄγκοι — ὄγκος 1 barb masc nom/voc pl ὄγκος 2 bulk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκοις — ὄγκος 1 barb masc dat pl ὄγκος 2 bulk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)