-
1 εξάμηνος
-
2 ἑξάμηνος
-
3 ἑξάμηνος
ἑξᾰμηνος, ον,2 Subst. ἑ. (sc. χρόνος), ὁ, half-year, X. HG[2.3.9]; ἑξαμήνου σῖτος a half-year's supply, ib.3.4.3;ἑξάμηνον διαλείπειν Arist.HA 573a13
;ἐν -μήνῳ Thphr.HP8.2.7
also ἡ ἑ. (sc. ὥρη) Hdt.4.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάμηνος
-
4 ἑξάμηνος
ἑξάμηνος, ον (s. prec. entry; Hdt. et al.; 4 Km 15:8; 1 Ch 3:4) of six months γεναμένης αὐτῆς ἑξαμήνου (de Strycker) when (Mary) was six months old GJs 6:1. -
5 ἑξάμηνος
-ου + ἡ N 2 0-2-0-0-0=2 2 Kgs 15,8; 1 Chr 3,4a half-year, period of six months -
6 εξάμηνον
ἑξάμηνοςmasc /fem acc sgἑξάμηνοςneut nom /voc /acc sgἑξαμηνοςof: masc /fem acc sgἑξαμηνοςof: neut nom /voc /acc sg -
7 ἑξάμηνον
ἑξάμηνοςmasc /fem acc sgἑξάμηνοςneut nom /voc /acc sgἑξαμηνοςof: masc /fem acc sgἑξαμηνοςof: neut nom /voc /acc sg -
8 εξαμήνου
-
9 ἑξαμήνου
-
10 εξαμήνους
-
11 ἑξαμήνους
-
12 εξαμήνω
-
13 ἑξαμήνῳ
-
14 εξαμήνων
-
15 ἑξαμήνων
-
16 εξάμηνοι
-
17 ἑξάμηνοι
-
18 ἑξαμηνιαῖος
II = ἑξάμηνος 11, πῶλος Hippiatr.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξαμηνιαῖος
-
19 ἑξόμειννος
ἑξόμειννος, Thess.,A = ἑξάμηνος, IG9(2).506.4 (Larissa, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξόμειννος
-
20 ἑξαμηνιαῖος
ἑξαμηνιαῖος, α, ον (s. μήν ‘month’; PCairZen 340, 5 and 27f [III B.C.] ἔριφοι ἑξαμηνιεῖοι) of six months GJs 6:1 v.l. (for ἑξάμηνος).
См. также в других словарях:
ἑξάμηνος — masc/fem nom sg ἑξαμηνος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι … Dictionary of Greek
εξάμηνος — η, ο 1. εξαμηνιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., εξάμηνο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξάμηνον — ἑξάμηνος masc/fem acc sg ἑξάμηνος neut nom/voc/acc sg ἑξαμηνος of masc/fem acc sg ἑξαμηνος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνου — ἑξάμηνος masc/fem/neut gen sg ἑξαμηνος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνους — ἑξάμηνος masc/fem acc pl ἑξαμηνος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνων — ἑξάμηνος masc/fem/neut gen pl ἑξαμηνος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνῳ — ἑξάμηνος masc/fem/neut dat sg ἑξαμηνος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάμηνοι — ἑξάμηνος masc/fem nom/voc pl ἑξαμηνος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκμηνος — ἔκμηνος, ον (Α) 1. εξάμηνος, εξαμηνιαίος 2. ηλικίας έξι μηνών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκμηνον το εξάμηνο … Dictionary of Greek
εξαμήνια — τα [εξάμηνος] μνημόσυνο που τελείται έξι μήνες μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek