-
1 καθηκω
ион. κᾰτήκω1) простираться, тянуться, доходить(εἰς θάλασσαν Her., Xen. и ἐπὴ θάλασσαν Thuc.; ἐπὴ τὰ ὄρη καὴ τὸν Πόντον Plut.; φλέβες καθήκουσιν εἰς τέν κύστιν Arst.)
πέτραι καθήκουσαι ἐπ΄ αὐτὸν ποταμόν Xen. — скалы, спускающиеся к самой реке;γήλοφοι καθῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους Xen. — за горами начинались холмы;οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καθήκοντες Thuc. — (племена), живущие у Малийского залива;εἰς λεπτὸν κ. Arst. — заканчиваться острием2) переходить, доставатьсяκαθῆκεν ἥ διαδοχέ εἰς ἀδελφούς Plut. — наследство (царей Альбы) перешло к братьям;
καθῆκεν εἰς ἡμᾶς ὅ λόγος Aeschin. — наступила наша очередь говорить3) ( о времени и во времени) приходитьсяκ. εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας Plut. — прийтись на те дни, совпасть с теми днями;
κ. κατὰ τὸν χαιρὸν τοῦτον Polyb. — прийтись на это время4) приходить, наступатьτὰ καθήκοντά ἐστι τοιαῦτα Her. — настоящие обстоятельства таковы;ἐπὴ τοῖσι καθήκοισι πρήγμασι Her. — при сложившихся обстоятельствах5) во-время наступать, быть своевременнымὁπότε καθήκοι ὅ χρόνος Xen., ὅταν οἱ χρόνοι καθήκωσιν или ἐν τῇ καθηκούσῃ ὥρᾳ Arst. — когда наступит подходящий момент;
πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου Soph. — дольше, чем следует6) надлежать(εἰς τόπον τινὰ ἀθροίζεσθαι Xen.; ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ Dem.; τὰς καθηκούσας ἐσθῆτας μεταλαμβάνειν Polyb.)
αἱ καθήκουσαι ἡμέραι Dem. — установленные дни;τὰ καθήκοντα Xen., Dem., Diog.L. — обязанности;τὰ μέ καθήκοντα NT. — недостойные поступки
См. также в других словарях:
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek