-
21 ἐγκολάπτω
A cut or carve upon stone,ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Hdt.1.187
, cf. IG12.313.166; ἐν τᾷ στάλᾳ ib. 12(1).694.9 ([place name] Camirus); τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ., Hdt.2.106, 136, al., cf. LXX 3 Ki.6.33(35);ἐπὶ τρίποσι Hdt.5.59
;ἐπὶ πίνακος Suid.
s.v. βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον Plu.Per.21: metaph., [νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς Lib.Decl.43.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκολάπτω
-
22 ἐκκακέω
A to be faint-hearted, lose heart, grow weary, v.l. for ἐγκ-, Ev.Luc.18.1, 2 Ep.Cor.4.1,16,al., cf. Vett. Val.201.15, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκακέω
-
23 ἐκκεντρίζω
A f.l. for ἐκκεντέω, Alex.Trall.5.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκεντρίζω
-
24 ἐκκονίομαι
A to be in the dust, Hp.Vict.3.76 (nisi leg. ἐγκ-) ; cf. ἐκκεκονίσθαι· τὸ εἰς κονίαν ἀναλελύσθαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκονίομαι
-
25 ἐκκύκληθρον
A v. ἐγκ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκύκληθρον
-
26 ἐκκυλίνδω
A roll out,ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar. Pax 134
: mostly in [tense] aor. I,σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι AP7.501
(Pers.), cf. 582 (Jul.); overthrow, πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε ib.9.131 ; ἐξεκύλισε βίην ib. 543 (Phil.):—[voice] Pass., S.OT 812: elsewh.[tense] aor.1, ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη he rolled headlong from the chariot, 11.6.42,23.394, cf. AP11.399 (Apollinar.); butἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37
(a) J.; plunge headlong, εἰς ἔρωτας love-intrigues, v.l. for ἐγκ-, X.Mem.1.2.22, cf. Opp.H.4.20;γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3
.2 extricate,ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.Fr.7
, cf. AP7.176 (Antiphil.):—[voice] Pass., to be extricated from, ;ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων X.Cyn.8.8
, cf. Plu.Galb. 27.3 [voice] Pass., tobe publishedabroad,εἰς ἀγοράν Id.2.507e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκυλίνδω
-
27 ἐκκύπτω
A peep out of,αἰγείρου Babr.50.13
;ἐκ τῶν οἴκων Ant.Lib. 39.6
; ἐκκύψασαν ἁλῶναι to be caught peeping out (Reiske for ἐγκ-), Ar.Th. 790: generally, pop out, Id.Ec. 1052 ; of a snail's eyes, Teucer ap.Ath.10.455e : metaph., proceed forth,τοῦ νοητοῦ εἰς οὐρανόν Plot. 4.3.15
; cf.ἐκκέκυφεν· ἀνωρθώθη (- ωσεν cod.), Hsch.II trans., put forth, Ael.NA15.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκύπτω
-
28 ἐκκυρτόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκυρτόω
-
29 ἐνικλάω
A break off: metaph., ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπω is wont to frustrate what I devise, Il.8.408, cf. 422; ἐνέκλασσας ([dialect] Ep. [tense] aor. 1)δὲ μενοινήν Call.Jov.90
;γάμον βαρὺς ὅρκος ἐνικλᾷ Id.Aet.3.1.22
;τίς ἄτη σωομένους μεσσηγὺς ἐνέκλασε; A.R.3.307
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικλάω
-
30 ἐνικλείω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικλείω
-
31 ἐνικνήθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικνήθω
-
32 ἐνικρίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικρίνω
-
33 ἔκκεντρος
ἔκκεντρος, ον, Astron.,II not occupying a cardinal point, opp. ἔγκ., Vett.Val.97.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκκεντρος
-
34 ἔκκλητος
A selected to judge or arbitrate on a point, ἐ. πόλις an umpire city, Aeschin. 1.89, IG22.111.49,al., cf. Plu.2.215c ;ἐν ἐκκλήτῳ δικάσασθαι Michel1335.30
;δίκην ὠφληκὼς ἐν τῇ ἐ. IG12(7).67.63
([place name] Amorgos) ; χρόνος ἔ. time-limit for appeals, PRev.Laws21.15 (iii B.C.).2 οἱ ἔκκλητοι, in Sparta and elsewhere, a committee of citizens chosen to report on certain questions, X.HG2.4.38 ;ἔ. Ἀργείων ὄχλος E.Or. 612
, cf. 949.3 subject to appeal,δίκας IG22.111.74
, D.C.52.22 ;κρίσις PHal.1.68
(iii B.C.) ; τὰς ἐκκλήτους [ δίκας]..ἐφ' αὑτὸν ποιούμενος, prob. for ἐγκ-, Arist.Oec. 1348b14 ; ἔκκλητον δικάζειν exercise appellate jurisdiction, D.C.51.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκκλητος
-
35 ἐγκωμιαστικός
ἐγ-κωμιαστικός, ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Klasse der Lobreden -
36 ἐνκ
ἐνκ- s. ἐγκ-.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έπογκος — ἔπογκος, ον (Α) έγκυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όγκος (< εν εγκ είν), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (ογκ ) τού θ. *εγκ ] … Dictionary of Greek
ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
ποθεινότατος — άτη, ον,ΜΑ πάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («Ἰησοῡ μου ποθεινότατε ἔκραζεν ἡ Παρθένος», Εγκ. Επιταφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. υπερθ. βαθμός τού επιθ. ποθεινός*] … Dictionary of Greek
αναδίδυμοι — Άτομα που γεννιούνται ενωμένα μεταξύ τους και έχουν ορισμένα ή όλα τα όργανα διπλά. Η επιστημονική μελέτη των τερατογενέσεων άρχισε ουσιαστικά από τον Άγγλο φυσιολόγο Γουίλιαμ Χάρβεϊ (1651), που σωστά επισήμανε ότι αυτές οφείλονταν σε αποκλίσεις… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) — enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek ) English meaning: to reach; to obtain Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen” Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… … Proto-Indo-European etymological dictionary