-
1 θυμελη
ἥ [θύω]1) жертвенник, алтарь(Φοίβου Eur.)
2) святилище, храм(θυμέλαι χρυσήλατοι Eur.)
3) сооружение4) ( в афинском театре) алтарь Диониса (возвышение в центре орхестры, с которого корифей управлял хором)(σκηνέ καὴ θ. Plut.)
5) сцена, театрὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης Plut. — драматург
См. также в других словарях:
θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… … Dictionary of Greek
ραβδοφόρος — α, ο / ῥαβδοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει ράβδο 2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν… … Dictionary of Greek