-
1 πολεμικός
πολεμικόςof: masc nom sg -
2 πολεμικός
-ή,-όν A 1-8-4-0-5=18 Dt 1,41; JgsA 18,11.16.17; 1 Sm 8,12of war, for war Dt 1,41; skilled in war, warlike 2 Chr 26,13ἰσχύων εἰς τὰ πολεμικά strong for war Jer 31(48),14 -
3 πολεμικός
A of or for war,οἱ π. κίνδυνοι Th.2.43
; ἀγῶνες π., opp. εἰρηνικοί, Pl.Lg. 729d; βίος ib. 829a; πλοῖα, ὅπλα, ib. 706b, 944e; most fit for service,X.
Lac.11.3; (Egypt, iii B.C.);τέχνη καὶ ἐπιστήμη π. Pl.R. 522c
, cf. Lg. 639b; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of war, Id.Sph. 222c, etc.; τὰ -κά warlike exercises, τὰ π ἄλκιμος (v.l. πολέμια) Hdt.3.4;τὰ π. ἀσκεῖν X.HG 3.4.18
, Cyr.1.5.9;αἱ τῶν π. μελέται Th.2.39
, cf. 89 (v.l.).2 τὸ -κόν signal for battle (παιὼν π. in Pl.Ep. 348b), ἐπειδὰν ὁ σαλπικτὴς σημήνῃτὸ π. X.An.4.3.29
, cf. Aen. Tact.4.3; ἀνέκραγε πολεμικόν gave a war-shout, X.An.7.3.33; also of an air on the flute, Tryphoap.Ath.14.618c.II of persons, skilled in war, warlike, Th.1.84, Pl.R. 522e, Lg. 643c, etc.: distd. from φιλοπόλεμος, X.An.2.6.1; alsoἵπποι π. Id.Cyr.7.5.62
;τὸ π.
warlike spirit,Phld.
Mus.p.27 K.III like an enemy, hostile, X.Vect.4.44; stirring up hostility, opp.φιλικός, πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή Id.Mem.2.6.21
: metaph.,ἀντίθεσις π. καὶ ἀσύμβατος Plu.2.946e
. Adv. -κῶς, ἔχειν, opp. εἰρηνικῶς, Isoc.5.46;π. διακεῖσθαι Id.6.39
: [comp] Sup.-ώτατα, ἔχειν πρός τινα X.An.6.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμικός
-
4 πολεμικός
martialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολεμικός
-
5 πολεμικωτάτω
πολεμικόςof: masc /neut nom /voc /acc superl dualπολεμικόςof: masc /neut gen superl sg (doric aeolic)——————πολεμικόςof: masc /neut dat superl sg -
6 πολεμικά
πολεμικόςof: neut nom /voc /acc plπολεμικά̱, πολεμικόςof: fem nom /voc /acc dualπολεμικά̱, πολεμικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 πολεμικώτερον
πολεμικόςof: adverbial compπολεμικόςof: masc acc comp sgπολεμικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
8 πολεμικωτάτων
πολεμικόςof: fem gen superl plπολεμικόςof: masc /neut gen superl pl -
9 πολεμικόν
πολεμικόςof: masc acc sgπολεμικόςof: neut nom /voc /acc sg -
10 πολεμικώτατα
πολεμικόςof: adverbial superlπολεμικόςof: neut nom /voc /acc superl pl -
11 πολεμικώτατον
πολεμικόςof: masc acc superl sgπολεμικόςof: neut nom /voc /acc superl sg -
12 πολεμικαί
πολεμικόςof: fem nom /voc pl -
13 πολεμικοί
πολεμικόςof: masc nom /voc pl -
14 πολεμικούς
πολεμικόςof: masc acc pl -
15 πολεμικωτάτη
πολεμικόςof: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
16 πολεμικωτάτην
πολεμικόςof: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
17 πολεμικωτάτης
πολεμικόςof: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
18 πολεμικωτάτοις
πολεμικόςof: masc /neut dat superl pl -
19 πολεμικωτάτου
πολεμικόςof: masc /neut gen superl sg -
20 πολεμικωτάτους
πολεμικόςof: masc acc superl pl
См. также в других словарях:
πολεμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)