-
1 içli
περιέχων, συναισθηματικός -
2 şamil
περιέχων -
3 свищ
1. (св.) το φύσημα, ο πόρος περιέχων αέρα 2. мед. το συρίγγιο, ο φίστουλας (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свищ
-
4 up-to-the-minute
(including or giving the most recent information: up-to-the-minute news.) ενημερωμένος πλήρως, περιέχων κάθε νέα λεπτομέρεια -
5 перегнойный
επ.της φυτογής κλπ. ουσ.περιέχων φυτογή.
См. также в других словарях:
περιέχων — περϊέχων , περιέχω encompass pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray … Wikipédia en Français
одьржати — ОДЬРЖ|АТИ (106), ОУ, ИТЬ гл. 1.Окружать, обступать: обидоша м˫а пси мнози и ѹньци тѹчьни одьржаша м˫а. СкБГ XII, 116; ни ограды одержащее. заблужающеѥ в гора(х) (περιεχόμενον) ГБ к. XIV, 119г; || перен.: мл(с)ть тво˫а… застѹписта мѧ ˫ако ѡдержѧша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Газис, Антимос — Антимос Газис. Антимос Газис (греч. Άνθιμος Γαζής Милиес, Пелион 1758 г. … Википедия
επταπλασιέφεκτος — ἑπταπλασιέφεκτος, ό (Α) φρ. «ἑπταπλασιέφεκτος λόγος» η αναλογία 7 1/ 6:1. [ΕΤΥΜΟΛ. < επταπλάσιος* + έφεκτος «ο περιέχων 1 + 1 / 6» (επί + έξ + κατάλ. τος)] … Dictionary of Greek
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… … Dictionary of Greek
ՊԱՐՈՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0637 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c ա.գ. περιέχων, χουσα, χόν continens caetera complexu suo, orbs circumdans. Ինչ մի պար ունօղ եւ պարփակօղ Մի մէջ իւր զայր իրս, որպէս կամար, շրջանակ երկնից. *(ի կալ մնալ արեգական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… … Православная энциклопедия