-
1 κατα-γεύομαι
κατα-γεύομαι, kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσϑείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηϑείς.
См. также в других словарях:
νικηθείς — νῑκηθείς , νικάω conquer aor part pass masc nom/voc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγεύομαι — (AM) μσν. παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς τῇ γεύσει νικηθείς» αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι 2. εξετάζω … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek