-
1 ωρασι
adv. [ὥρα 10] в добрый час, только в бранных выраж. Luc.μέ ὥρασ΄ ἵκοισθε! Arph. — будьте вы прокляты!;
ὅ μέ ὥ. Δημόστρατος! Arph. — Демострат, будь он неладен! -
2 ωρασιν
adv. [ὥρα 10] в добрый час, только в бранных выраж. Luc.μέ ὥρασ΄ ἵκοισθε! Arph. — будьте вы прокляты!;
ὅ μέ ὥ. Δημόστρατος! Arph. — Демострат, будь он неладен!
См. также в других словарях:
ὥρασι — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρασι(ν) — και ὥρας Α επίρρ. στον κατάλληλο καιρό, επίκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιά τοπική πτώση τής λ. ὥρα με επιρρμ. χρήση (πρβλ. θύρασι, Ἀθήνησι)] … Dictionary of Greek
ὥρασ' — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρασιν — ὥρᾱσιν , ὥρασι in season indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)