-
1 μαθηματικός
μαθηματικός, ή, όν (s. prec. entry; the adj. in various senses: ‘fond of learning, mathematical, astronomical’: Pla. et al.; SibOr 13, 67), subst. μαθηματικός, οῦ, ὁ (Aristot. et al). The study of mathematics was a core feature of ancient learning and was closely associated with study of celestial phenomena. The latter emphasis in our lit. and in the sense astrologer (M. Ant. 4, 48; Sext. Emp., Adv. Math.; Philo, Mut. Nom. 71) D 3:4.—DELG s.v. μανθάνω. -
2 μαθηματικός
μαθηματικόςfond of learning: masc nom sg -
3 μαθηματικός
A = μαθητικός, fond of learning, Pl.Ti. 88c.II scientific,τὸ μ. εἶδος Id.Sph. 219c
; esp. mathematical, μαθηματικός, ὁ, mathematician, Arist.Ph. 193b31, EN 1142a17, Phld.Acad.Ind.p.16 M., Ceb.34: ἡ-κή (sc. ἐπιστήμη) mathematics, Archyt.1 tit., Arist.Metaph. 1026a14; αἱ -καί ib.26; φιλοσοφία μ. ib.19; τὰ μ. mathematics, Id.EN 1151 a17; also, mathematical entities, Id.Metaph. 1076a17; γραμμὴ μ. a mathematicalline, opp. γ. φυσική, Id.Ph. 194a11;κύκλοι μ. Id.Metaph. 1036a4
;ἁρμονικὴ ἥ τε μ. καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοήν Id.APo. 79a1
: [comp] Comp. - κωτέρα ὕλη too mathematical, Id.Metaph. 992b2. Adv. - κῶς ib. 995a6, Str.2.5.1, etc.b astrological,ἡ μ. τέχνη Sallust.9
, cf. Gal. 19.529; ὁ μ. astrologer, M.Ant.4.48, S.E.M.5.2, Porph. ap. Eus.PE 6.1, etc.3 among the Pythagoreans, οἱ μ. (opp. οἱ ἀκουσματικοί) advanced students, Porph.VP37, Iamb.VP18.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθηματικός
-
4 μαθηματικός
mathematicianΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαθηματικός
-
5 μαθηματικά
μαθηματικόςfond of learning: neut nom /voc /acc plμαθηματικά̱, μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc /acc dualμαθηματικά̱, μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 μαθηματικώτερον
μαθηματικόςfond of learning: adverbial compμαθηματικόςfond of learning: masc acc comp sgμαθηματικόςfond of learning: neut nom /voc /acc comp sg -
7 μαθηματικόν
μαθηματικόςfond of learning: masc acc sgμαθηματικόςfond of learning: neut nom /voc /acc sg -
8 μαθηματικαί
μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc pl -
9 μαθηματικοί
μαθηματικόςfond of learning: masc nom /voc pl -
10 μαθηματικούς
μαθηματικόςfond of learning: masc acc pl -
11 μαθηματικωτέρως
μαθηματικόςfond of learning: masc acc comp pl (doric) -
12 μαθηματικέ
μαθηματικόςfond of learning: masc voc sg -
13 μαθηματική
μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 μαθηματικήν
μαθηματικόςfond of learning: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 μαθηματικώτατος
μαθηματικόςfond of learning: masc nom superl sg -
16 μαθηματικώτερα
μαθηματικόςfond of learning: neut nom /voc /acc comp pl -
17 μαθηματικώτεραι
μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc comp pl -
18 μαθηματικώτερος
μαθηματικόςfond of learning: masc nom comp sg -
19 μαθηματικωτέρα
μαθηματικωτέρᾱ, μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc /acc comp dualμαθηματικωτέρᾱ, μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
20 μαθηματικωτέρας
μαθηματικωτέρᾱς, μαθηματικόςfond of learning: fem acc comp plμαθηματικωτέρᾱς, μαθηματικόςfond of learning: fem gen comp sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
μαθηματικός — fond of learning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… … Dictionary of Greek
μαθηματικός — ή, ό ο σχετικός με τη μαθηματική επιστήμη: Μαθηματική ανάλυση. ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά: Από μικρός ήθελε να γίνει μαθηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθηματικά — μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc pl μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc/acc dual μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικώτερον — μαθηματικός fond of learning adverbial comp μαθηματικός fond of learning masc acc comp sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικῶν — μαθηματικός fond of learning fem gen pl μαθηματικός fond of learning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικόν — μαθηματικός fond of learning masc acc sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… … Dictionary of Greek
αναδιάταξη — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στις ακολουθίες ή στις σειρές για να δηλώσει την εναλλαγή της τάξης των όρων τους. Ακριβέστερα, όταν δίνεται μια ακολουθία ή μια σειρά, ορίζουμε ως α. μια άλλη ακολουθία ή σειρά, που προκύπτει από αυτή με… … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
ανεξάρτητη μεταβλητή — Μαθηματικός όρος. Η τιμή της μεταβλητής μιας συνάρτησης που μεταβάλλεται αυθαίρετα, χωρίς κανένα εξωτερικό περιορισμό. Π.χ. στη συνάρτηση y = φ(Χ) η x, η α.μ. μπορεί να λάβει οποιαδήποτε τιμή από το σύνολο ορισμού, ενώ η y δεσμεύεται να λάβει… … Dictionary of Greek