-
1 δι-οίχομαι
δι-οίχομαι (s. οἴχομαι), dahingehen, vergehen, von der Zeit; αἱ ἡμέραι διοίχηνται Her. 4, 186; Αἴας διοίχεται Soph. Ai. 959, d. i. er ist umgekommen, wie Eur. Ion 765; Ar. Th. 609; τἀμὰ διοίχεται Aesch. frg. 120; so λόγος Soph. O. C. 580, ist beendet, wie δίκη δ. Eur. Suppl. 542; I. A. 961; sich auflösen, Plat. Phaed. 87 c.
-
2 διοίχομαι
δι-οίχομαι (s. οἴχομαι), dahingehen, vergehen (von der Zeit); Αἴας διοίχεται, er ist umgekommen; λόγος, ist beendet, wie δίκη δ.; sich auflösen
См. также в других словарях:
διοίχομαι — (Α) [οίχομαι] 1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω 2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι 3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται») … Dictionary of Greek