-
21 θεός
-
22 θεός
[тэос] ουσ α Бог. -
23 θεός
el de'u -
24 θεός
Tanrı, Allah, Rab -
25 θεός
dieu -
26 θεός
1) bożek (m) rzecz.2) bóg (m) rzecz. -
27 θεός
1) bůh2) bůžek -
28 θεός
GodΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θεός
-
29 ἀντί-θεος
ἀντί-θεος, α, ον, gottgleich, ἰσόϑεος, von ἀντί in der Bedeutung b), wie ἀντιάνειρα, Apoll. lex. Hom. 31, 9. 83, 15, vgl. Lehrs Aristarch. p. 120; bei Hom. Beiwort der Helden, die durch Körperkraft und Schönheit vor anderen Menschen ausgezeichnet waren, wie Il. 24. 258 vom Hektor ὃς ϑεὸς ἔσκε μετ' ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει ἀνδρός γε ϑνητοῦ πάις ἔμμεναι ἀλλὰ ϑεοῖο; nicht moralisch gut; auch Polyphem, Od. 1, 70, u. die Freier, 14, 18, wo an keine gekünstelte Erkl. »widersetzlich gegen die Götter« zu denken. Od. 4, 571. 14, 247 u. sonst ἀντίϑεοι ἕταροι. Auch von ganzen Völkern, Il. 12, 408 Od. 6, 241; Penelope Od. 11, 117. 13, 378, ἀντιϑέην ἄλοχον. – Pind. u. Sp. Ep. – Bei Heliod. 4, 7 ὁ ἀντίϑεος ein feindlicher Gott.
-
30 ἄ-θεος
ἄ-θεος, ohne Gott, 1) ohne göttliche Hülfe, Soph. O. R. 663; bes. adv. ἀϑέως, 254 u. El. 1172. – 2) der Gott leugnet, Plut. Superst. 11, oder die vom Staate anerkannten Götter verwirft, Beiname mehrerer Philosophen; bes. Diagoras, Cic. N. D. 1, 23. – 3) der gottlos handelt, ruchlos, ἀνήρ Aesch. Eum. 196; φρονήματα Pers. 794; Pind. βέλη P. 4, 162; Soph. Tr. 1028; Ar. Plut. 491, mit πονηρός verb. Auch in Prosa, ἀϑεώτερον γίγνεσϑαι Lys. 6, 32. Bei Plat. τὸ ἄϑεον καὶ σκοτεινόν, das von Gott abgewendete; oft Plut. – Bei Ath. X, 448 e sind ἄϑεα ὀνόματα im Ggstz von ϑεοφόρα, worin ϑεός nicht vorkommt. – Adv. ἀϑέως, Antiph. 1, 21.
-
31 παλαί-θεος
παλαί-θεος, ἡ, die alte Göttinn, VLL.
-
32 πολύ-θεος
πολύ-θεος, von vielen Göttern; ἕδραι, Aesch. Suppl. 419; ἐκκλησία πολυϑεωτάτη, Luc. Iov. Trag. 14. – Auch der viele Götter annimmt, Sp.
-
33 τῑμό-θεος
τῑμό-θεος, Gott ehrend, wohl nur nom. pr.
-
34 φιλό-θεος
φιλό-θεος, Gott liebend, gottesfürchtig, fromm; Arist. rhet. 2, 17; K. S. – Auch pass., von Gott geliebt, K. S.
-
35 φιλ-έν-θεος
φιλ-έν-θεος, Begeisterung liebend, Orph.. II. 10, 5.
-
36 μωρό-θεος
μωρό-θεος, Orac. Sib., wahrscheinlich die Heiden, mit dummen Göttern.
-
37 κατά-θεος
-
38 κακό-θεος
-
39 ζά-θεος
ζά-θεος, α, ον, sehr göttlich, herrlich (VLL, L, ἄγαν ϑεῖος, ϑαυμαστός), bes. von Ländern u. Städten, in denen die Götter sich aufhalten od. oft verkehren, Κίλλα Il. 1, 38, Πύλος, Ἰσϑμός, Pind. P. 5, 70 I. 1, 32; auch ἀγυιά, ἄλσος, N. 7, 92 Ol. 11, 47; Κρήτη, Ἀϑᾶναι, Eur. Bacch. 121 Ion 184. Auch ἄνεμοι, Hes. Th. 253; ζάϑεοι σελᾶναι Eur. Tr. 1075; πέταλα Phoen. 801; μολπαί Ar. Ran. 383; sp. D., bes. in Anth. allgemeiner, πεδίον, μέλαϑρον, κεφαλή, ja sogar Apollo selbst, Anth. IX, 525, sonst nie von Personen.
-
40 δύς-θεος
См. также в других словарях:
θεός — God masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… … Dictionary of Greek
Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… … Dictionary of Greek
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εὑρὲ Θεός τὸν ἀλιτρόν. — См. Виноватого Бог сыщет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)