-
1 πέποιθεν
положилсяубеждёнΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέποιθεν
См. также в других словарях:
πέποιθεν — πείθω persuade perf ind act 3rd sg πείθω persuade plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοργησία — εὐοργησία, ἡ (Α) [ευόργητος] ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.) … Dictionary of Greek