-
1 impulse
ορμή -
2 порыв
-
3 натиск
натискм ἡ ὀρμή, ἡ πίεσις:сдержи?! вать \натиск ἀνακόπτω τήν ὀρμή, συγκρατώ! τήν πίεση. -
4 прыть
прытьж разг':ἡ σβελτάδα, ἡ γρηγοράδα, ἡ ὁρμή· ◊ во всю \прыть μέ ὅλη τήν ὁρμή, μέ μεγάλη ταχύτητα. -
5 размах
размахм1. (величина колебания, качания) ἡ δόνηση [-ις], ἡ ταλαντευση·2. (сила взмаха) ἡ ὁρμή, ἡ φόρα:со всего \размаху μ΄ ὅλη τήν ὁρμή· ударить с \размаху χτυπώ μ'ὅλη τή δύναμη·3. (крыльев, рук и т. п.) τό ἄνοιγμα· 4· (деятельности и т. л.) ἡ ἔκταση [-ις], ἡ εὐρύτητα, τό εὐρος:\размах реюлюцио́нного движения ἡ ἔκταση τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος· широкий \размах строительства ἡ εὐρεία ἔκταση τής ἀνοικοδόμησης. -
6 натиск
-а α.1. ορμή, φόρτσα, ορμητική επίθεση• ισχυρή πίεση•натиск войск ισχυρή πίεση των στρατευμάτων•
сдерживать натиск толпы συγκρατώ (ανακόπτω) την ορμή του πλήθους.
2. (τυπγρ.) πίεση (στοιχείων ή κλισέ στο χαρτί). || ανάγλυφο αποτύπωμα (σε χαρτί, χαρτόνι). -
7 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
8 разбег
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разбег
-
9 рывок
1. (резкое, порывистое движение) η ορμή, η φόρα, η εκτίναξη 2. (в тяжёлой атлетике) спорт. το ζετέ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рывок
-
10 сдувать
(струёй воздуха) καθαρίζω (κάτι) με την ορμή/πίεση του αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сдувать
-
11 запальчивость
запальчив||остьж ἡ παράφορα, ἡ ὀρμή, ἡ ἔξαψη [-ις]:в \запальчивостьости στήν παράφορα. -
12 пыл
пылм ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ὁρμή:боевой \пыл ἡ μαχητική φλόγα· в \пылу́ гнева στήν ἔξαψη τοῦ θυμοῦ· охладить чеи-л, \пыл μετριάζω τό ζήλο. -
13 размахиваться
размахиватьсянесов, размахнуться сов σηκώνω μέ ὁρμή τό χέρι:он размахнулся и ударил σήκωσε τό χέρι ψηλά καί χτύπισε. -
14 сдержать
сдержатьсов, сдерживать несов1. (συγ)κρατῶ (тж.^ перен), ἀναχαιτίζω:\сдержать натиск противника συγκρατώ τήν ὁρμή τοῦ ἀντιπάλου· \сдержать слезы συγκρατώ τά δάκρυα μου·2. (слово, обещание и т. ἡ.) κρατώ, τηρώ. -
15 стремительность
стремительн||остьж ἡ ὀρμητικότητα [-ης], ἡ ὀρμή. -
16 умерять
умерятьнесов μετριάζω, ἐλαττώνω/ καταπραΰνω, καθησυχάζω, κατευνάζω (успокаивать):\умерять требования μετριάζω τίς ἀπαιτήσεις· \умерять пыл μετριάζω τήν ὀρμἡ· \умерять боль καταπραΰνω τόν πόνο· \умерять жажду καταπραΰνω τήν δίψαν \умерять аппетит μετριάζω τίς ὁρέξεις. -
17 bear the brunt of
(to bear the worst of the effect of (a blow, attack etc): I bore the brunt of his abuse / the storm.) αντιμετωπίζω την ορμή, φέρνω το βάρος -
18 impetus
['impətəs](the force or energy with which something moves.) ορμή,ώθηση -
19 momentum
[mə'mentəm](the amount or force of motion in a moving body.) ορμή,φόρα,κεκτημένη ταχύτητα -
20 натиск
[νάτισκ] ουσ. α ορμή
См. также в других словарях:
Ὁρμῇ — Ὅρμή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρμή — Ὅρμή fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμή — rapid motion forwards fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… … Dictionary of Greek
ὁρμῇ — ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres ind mp 2nd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres subj act 3rd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres ind act 3rd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμή — η 1. βίαιη κίνηση προς τα εμπρός, εξόρμηση, σφοδρή κίνηση. 2. έμφυτη ροπή του ανθρώπου για κάτι: Οι ορμές υπηρετούν βασικές ανάγκες της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁρμῆι — ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres ind mp 2nd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres subj act 3rd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres ind act 3rd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρμῆι — Ὁρμῇ , Ὅρμή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρμαῖς — Ὅρμή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαῖς — ὁρμή rapid motion forwards fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρμαί — Ὅρμή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)