Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁπότερος

См. также в других словарях:

  • οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος …   Dictionary of Greek

  • ὁπότερος — which of two masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκοτέρων — ὁπότερος which of two fem gen pl (ionic) ὁπότερος which of two masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκότερον — ὁπότερος which of two masc acc sg (ionic) ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτερονοῦν — ὁπότερος which of two masc acc sg ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτέρω — ὁπότερος which of two masc/neut nom/voc/acc dual ὁπότερος which of two masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτέρων — ὁπότερος which of two fem gen pl ὁπότερος which of two masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτέρως — ὁπότερος which of two adverbial ὁπότερος which of two masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππότερον — ὁπότερος which of two masc acc sg (epic) ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπότερον — ὁπότερος which of two masc acc sg ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκοτέρη — ὁπότερος which of two fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»