-
1 οποσοσπερ
См. также в других словарях:
οπόσοσπερ — ὁπόσοσπερ, ὁπόσηπερ, όπόσονπερ (Α) (αντων.) όσο μεγάλος ή όσο πολύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + εγκλιτ. μόριο περ (πρβλ. όσοσ περ)] … Dictionary of Greek
1 οποσοσπερ
οπόσοσπερ — ὁπόσοσπερ, ὁπόσηπερ, όπόσονπερ (Α) (αντων.) όσο μεγάλος ή όσο πολύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + εγκλιτ. μόριο περ (πρβλ. όσοσ περ)] … Dictionary of Greek