-
1 οποσος
эп. тж. ὁππόσος и ὁπόσσος, ион. ὁκόσος 31) сколь многочисленный(κτήματα, ὁπόσσα τοί ἐστι Hom.)
τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον Plat. — столько, сколько тебе угодно;ἤγαγον ὁπόσους ἐγὼ πλείστους ἐδυνάμην Xen. — я привел стольких, сколько только мог;εἴ τίς σε ἔροιτο, τὰ τρὴς ἑπτακόσια ὁ. ἐστὴν ἀριθμός Plat. — если бы кто-л. тебя спросил, сколько будет трижды семьсот;ὁπόσοι ἱκανοὴ ἦσαν Xen. — (столько), сколько нужно было2) сколь большой, насколько обширныйὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος Hom. — все, что охвачено огнем;
См. также в других словарях:
οππόσος — ὁππόσος, η, ον (Α) (επικ. τ.) (αντων.) βλ. οπόσος … Dictionary of Greek
ὁππόσος — ὁπόσος as many masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… … Dictionary of Greek