Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁποία

  • 1 οποια

         ὁποῖα
        adv. как, в качестве
        

    (ὁ. ἀνέρ ἔννους Soph.)

    Древнегреческо-русский словарь > οποια

  • 2 προσανερωταω

        сверх того спрашивать
        

    καὴ εἴ γε προσανηρώτα σε, ὁποῖα, ἔλεγες ἄν ; Plat. — ну, а если я тебя спрошу еще, какие именно (фигуры), скажешь ты?

    Древнегреческо-русский словарь > προσανερωταω

  • 3 φιλεω

         φιλέω
        1) любить
        

    (τινα Hom., Trag., Xen., Plat., Plut.; φιλεῖσθαι ἔκ и παρά τινος Hom., ὑπό τινος Her. или τινι Eur.)

        λόγοις φ. Soph. — любить (лишь) на словах;
        πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ Eur. — каждый (из них) любит себя больше, чем ближнего;
        οὐκ ἔστ΄ ἐραστές ὅστις οὐκ ἀεὴ φιλεῖ Eur. — не любит тот, кто не любит всегда;
        αἰσχροκέρδειαν φ. Soph.любить нечестные доходы

        2) относиться по-дружески
        

    οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὴ ἐρῷο ὑπ΄ ἀνθρώπων Xen. (в этом случае) люди будут не только относиться к тебе по-дружески, но и любить тебя

        3) целовать
        

    (τινα Aesch. и τι Soph.; φ. τῷ στόματι Her., Xen. и κατὰ τὸ στόμα Anth.)

        τὰς παρειὰς φιλεῖσθαι Her.целовать друг друга в щеки

        4) радушно принимать
        

    (τινα ἐν μεγάροισι, φ. καὴ τρέφειν τινά Hom.)

        φιλήσεαι οἷά κ΄ ἔχωμεν Hom. — тебе будет оказан прием всем, что только есть у нас;
        (ὅ) φιλέων Hom.гостеприимный хозяин

        5) (в знач. лат. soleo и отчасти, amo) иметь обыкновение, иметь склонность
        

    φιλέει ὅ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν Hom. — божество имеет обыкновение подрезать (как садовник) все выдающееся;

        φιλεῖ τίκτειν ὕβρις ὕβριν Aesch. — насилие обыкновенно порождает насилие;
        νέα φροντὴς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ Eur. — молодой ум не знает печали;
        οἷα φιλέει γενέσθαι ἐν πολέμῳ Her. — как обыкновенно бывает на войне;
        οἷα (ὁποῖα) φιλεῖ Plat., Luc. — как часто происходит, по обыкновению;
        φιλέει προσημαίνειν impers. Her.обыкновенно появляются предзнаменования

    Древнегреческо-русский словарь > φιλεω

См. также в других словарях:

  • ὁποῖα — ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποία — ὁποί̱ᾱ , ὁποῖος of what sort fem nom/voc/acc dual ὁποί̱ᾱ , ὁποῖος of what sort fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποίᾳ — ὁποί̱ᾱͅ , ὁποῖος of what sort fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οποίος — οποία, οποίο αναφορ. αντων., όποιου είδους ή ποιότητας, που: Μην ακούς αυτόν ο οποίος δεν ξέρει τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όποιος — όποια, όποιο αναφορ. αντων., εκείνος που, οποιοσδήποτε, τέτοιος που: Μ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁποῖ' — ὁποῖα , ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc pl ὁποῖε , ὁποῖος of what sort masc voc sg ὁποῖαι , ὁποῖος of what sort fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποῖαπερ — ὁποῖα , ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»