-
1 рядовой
-
2 автоматчик
автоматчикм ὁ οπλίτης μέ αὐτόματο, ὁ αὐτοματιστής. -
3 боец
боецм ὁ στρατιώτης, ὁ ὁπλίτης, ὁ φαντάρος. -
4 воин
во́инм ὁ πολεμιστής, ὁ μαχητής, ὁ στρατιώτης, ὁ φαντάρος, ὁ ὁπλίτης. -
5 рядовой
рядовой1. прил (обычный) συνήθης, συνηθισμένος, ἀπλός:\рядовой слу́чай συνηθισμένη περίπτωση·2. прил воен.:\рядовой боец ὁ ἀπλός μαχητής· \рядовой состав οἱ ὑπαξιωματικοί καί στρατιώτες·3. м воен. ὁ στρατιώτης, ὁ ὁπλίτης, ὁ φαντάρος. -
6 автоматчик
[αφταμάττσικ] ουσ. α. οπλίτης με αυτόματο -
7 автоматчик
[αφταμάττσικ] ουσ α οπλίτης με αυτόματο -
8 боец
бойца α.1. μαχητής, πολεμιστής.2. μτφ. αγωνιστής.3. στρατιώτης, φαντάρος, οπλίτης. -
9 егерь
-я, πλθ. -я, -ей κ. егери, -ей.1. κυνηγός επαγγελματίας.2. οπλίτης ειδικών συνταγμάτων. -
10 лучник
-а α.τοξότης (οπλίτης). -
11 мушкетёр
-а α.μουσκετοφόρος στρατιώτης, οπλίτης. -
12 штык
-а α.1. λόγχη, ξιφολόγχη.2. μτφ. (στρατ.) λογχοφόρος οπλίτης•отряд в составе пятьсот -ов τμήμα από πεντακόσιους λογχοφόρους οπλίτες.
3. (ναυτ.) κόμπος καραβόσχοινου.4. Ή φτυαριά (μια λήψη).εκφρ.в -и – με εφόπλου λόγχη•встречать ή принять в -и – υποδέχομαι εχθρικά. -
13 Fighter
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fighter
-
14 Heavy-armed
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Heavy-armed
-
15 Hoplite
subs.P. and V. ὁπλίτης, ὁ.Serve as hoplite, v.: P. ὁπλιτεύειν.Force of hoplites, subs.: P. τὸ ὁπλιτικόν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hoplite
-
16 Soldier
subs.Ar. and P. στρατιώτης, ὁ, V. αἰχμητής, ὁ (Eur., Or. 754, also Plat., Rep. 411B but rare P.), ἀσπιστήρ, ὁ; see Warrior.Heavy armed soldier: P. and V. ὁπλίτης, ὁ.Fund for soldier's pay: P. τὰ στρατιωτικά (Dem. 31).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Soldier
-
17 Warrior
subs.Ar. and P. στρατιώτης, ὁ, V. αἰχμητής, ὁ (Eur., Or. 754, also Plat., Rep. 411B but rare P.), ἀσπιστήρ, ὁ, ἀσπιδίτης, ὁ (Soph., frag.), τευχηστής, ὁ, or use adj., V. ἀσπιδηφόρος.Be a warrior, v.: V. αἰχμάζειν.Hoplite: P. and V. ὁπλίτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Warrior
-
18 nefer
φαντάρος, στρατιώτης, οπλίτης
См. также в других словарях:
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
ὁπλίτης — ὁπλί̱της , ὁπλίτης heavy armed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλίτης — ο 1. ο στρατιώτης και μάλιστα του πεζικού: Ημερήσια διαταγή προς τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες. 2. στους αρχαίους, ο βαριά οπλισμένος στρατιώτης (αντίθ. ψιλός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλῖτα — ὁπλίτης heavy armed masc voc sg ὁπλίτης heavy armed masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλῖται — ὁπλίτης heavy armed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
οπλιτεύω — ὁπλιτεύω (Α) [οπλίτης] 1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης 2. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι 3. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ… … Dictionary of Greek
οπλιτικός — ή, ό (Α ὁπλιτικός, ή, όν) [οπλίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική η τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται… … Dictionary of Greek
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek
συνοπλίτης — ὁ, Μ αυτός που υπηρετεί ως οπλίτης μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁπλίτης «πολεμιστής, στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
συνοπλιτεύω — ΜΑ υπηρετώ ως οπλίτης μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁπλιτεύω «υπηρετώ ως οπλίτης»] … Dictionary of Greek