-
1 ζέω
ζέω, [var] contr. [ per.] 3sg. ζεῖ even in Il.21.362; later [dialect] Ep. [full] ζείω Call.Dian. 60, subj. ζείῃσι Epic. in Arch.Pap.7p.7; in late Prose [full] ζέννυμι (q.v.): [tense] impf.Aζέε Il.21.365
, , : [tense] fut. ζέσω ([etym.] ἐξανα-) A.Pr. 372: [tense] aor.ἔζεσα Hdt.7.188
, cf. ἐπιζέω; [dialect] Ep.ζέσσα Il.18.349
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐζέσθην ([etym.] ἀπ-) Dsc.1.3, ([etym.] ἐν-) Aret.CA1.2: [tense] pf.ἔζεσμαι Gp.10.54.3
:—boil, seethe, of water,ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ Il.18.349
, Od.10.360; ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον as the kettle boils, Il.21.362, cf. E.Cyc. 343; rarely of solids, to be fiery hot, , 847;χαλκός Call.
l.c.3 metaph., boil or bubble up,τῆς θαλάσσης ζεσάσης Hdt.7.188
;αἷμα διὰ χρωτὸς ζέσσ' AP7.208
([place name] Anyte); .b of passion,ὁπηνίκ' ἔζει θυμός S.OC 434
, cf. Pl.R. 440c, etc.;τὸ ζέον τῆς μάχης Hld.1.33
.4 c. gen., boil up or over with a thing,λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Pl.Phd. 113a
; πίθος ζ. [οἴνου] Thphr.HP9.17.3; πεδία ζείοντ' Ἀγαρηνῶν boiling, teeming with.., APl.4.39 (Arab.); of persons,ζ. σκωλήκων Luc.Alex.59
: c. dat.,ζ. φθειρί Id.Sat.26
;ζ. φλογμῷ Lyc.690
;θάλαττα αἵυατι καὶ ῥοθίῳ ζέουσα Aristid.1.142J.
II causal, make to boil, boil,τοὶ δὲ λοετρὰ πυρὶ ζέον A.R.3.273
; θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας; AP7.385 (Phil.).
См. также в других словарях:
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek